Ο θεομητορικός Κανόνας και η σωτηριολογική Χριστολογία
Για να διερευνήσουμε θεολογικο-λειτουργικά το θέμα του τίτλου ας πάρουμε το
παράδειγμα του δημοφιλέστατου Παρακλητικού Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο
που ψάλλεται καθημερινά τις ημέρες πριν τον Δεκαπενταύγουστο (αλλά και σε
πλείστες όσες περιπτώσεις). Ο Κανόνας χρησιμοποιεί συνεχώς και επίμονα προς
την Παναγία την λανθασμένη επίκληση Υπεραγία Θεοτόκε «σώσον ημάς» αντί του ορθού «δέου υπέρ
ημών» (διότι μόνον ο τριαδικός Θεός «σώζει» – όλοι οι υπόλοιποι «δέονται»). Σε αντιστοιχία με αυτό η ακολουθία περιγράφει και αντιλαμβάνεται την Παναγία ως «μεσίτρια» μεταξύ
του πιστού και του Κυρίου Ιησού ως απλά Θεού.
Αυτά κατά τη γνώμη μου φέρνουν στο φως χριστολογικά και σωτηριολογικά προβλήματα πολύ σοβαρά που υποβόσκουν στη θεολογία της ακολουθίας. Δίδεται η εντύπωση ότι η Ενανθρώπιση και η ανθρωπότητα του Χριστού είναι κάτι το επουσιώδες (μπροστά στη θεότητά Του), το λιγότερο οντοσωτηριολογικά σημαντικό από τη θεότητά Του και κάτι το παροδικό (μόνον για όσο ήταν εδώ στη γη). Σαν η ανθρωπότητά Του να ήταν μια παρένθεση (φαινομενολογική ;;;) μεταξύ του "πριν τη σύλληψή" Του και του "μετά την ανάληψή" Του. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν μέγιστη χριστοσωτηριολογική παρεξήγηση και τελικά κακοδοξία.
Αυτά κατά τη γνώμη μου φέρνουν στο φως χριστολογικά και σωτηριολογικά προβλήματα πολύ σοβαρά που υποβόσκουν στη θεολογία της ακολουθίας. Δίδεται η εντύπωση ότι η Ενανθρώπιση και η ανθρωπότητα του Χριστού είναι κάτι το επουσιώδες (μπροστά στη θεότητά Του), το λιγότερο οντοσωτηριολογικά σημαντικό από τη θεότητά Του και κάτι το παροδικό (μόνον για όσο ήταν εδώ στη γη). Σαν η ανθρωπότητά Του να ήταν μια παρένθεση (φαινομενολογική ;;;) μεταξύ του "πριν τη σύλληψή" Του και του "μετά την ανάληψή" Του. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν μέγιστη χριστοσωτηριολογική παρεξήγηση και τελικά κακοδοξία.
1. Είναι αναμφίβολο ότι με την έκφραση
«φιλάνθρωπος Θεός» ο Παρακλητικός Κανόνας εννοεί τον Ιησού Χριστό απλά ως Θεό διότι
αλλού λέει ρητά απευθυνόμενος προς την Παναγία «ίνα μεσιτεύσεις προς τον εκ
σου τεχθέντα…». Αυτό όμως που δημιουργεί προβλήματα είναι
(α) ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι απλά και μόνον ο «φιλάνθρωπος Θεός» αλλά ταυτόχρονα και ο «έσχατος Άνθρωπος», ο «πρωτότοκος Αδελφός μας» και κανένα από τα δυο δεν πηγαίνει στην περίπτωσή του χωρίς το άλλο. Είναι δηλ. ο «φιλάνθρωπος Θεός» που έγινε για μας ο «μεγάλος Αδελφός» μας, η εσχατολογική ανακεφαλαίωσή μας.
(β) Το δεύτερο σοβαρό ζήτημα που δημιουργείται είναι το εξής: Επειδή ο Χριστός ως «Θεάνθρωπος» (και ποτέ μόνο ως «απλά Θεός» - σε αντιδιαστολή προς τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα) μας φέρνει οντολογικά μέσα Του ως ο «μεγάλος Αδελφός μας», ως ο έσχατος Αδάμ, δεν χρειάζεται κανενός είδους παρέμβαση τρίτων (μεσιτεία) για να τον προσεγγίσουμε. Τον προσεγγίζουμε απευθείας εν αγίω Πνεύματι, μέσα από τις καρδιές μας. «Μεσιτική» είναι η ίδια η ανθρωπότητα του Θεανθρώπου και παραμένει τέτοια εις τον αιώνα. Σε αντίθετη περίπτωση χάνεται (από πλευράς μας) η αγιοπνευματική παρρησία προς τον Χριστό και (από πλευράς του) η αγιοπνευματική εγγύτητά του (ή μάλλον ταύτιση) προς τον καθένα εξ ημών. Πράγμα ιδιαίτερα σοβαρό. Παύει ο Θεάνθρωπος να είναι στην ανθρωπότητά Του ο μοναδικός και ανεπανάληπτος Φίλος και Αδελφός μας, ο μοναδικός Μεσίτης μας, το "εσώτερο εγώ μας" εν αγίω Πνεύματι!
(α) ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι απλά και μόνον ο «φιλάνθρωπος Θεός» αλλά ταυτόχρονα και ο «έσχατος Άνθρωπος», ο «πρωτότοκος Αδελφός μας» και κανένα από τα δυο δεν πηγαίνει στην περίπτωσή του χωρίς το άλλο. Είναι δηλ. ο «φιλάνθρωπος Θεός» που έγινε για μας ο «μεγάλος Αδελφός» μας, η εσχατολογική ανακεφαλαίωσή μας.
(β) Το δεύτερο σοβαρό ζήτημα που δημιουργείται είναι το εξής: Επειδή ο Χριστός ως «Θεάνθρωπος» (και ποτέ μόνο ως «απλά Θεός» - σε αντιδιαστολή προς τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα) μας φέρνει οντολογικά μέσα Του ως ο «μεγάλος Αδελφός μας», ως ο έσχατος Αδάμ, δεν χρειάζεται κανενός είδους παρέμβαση τρίτων (μεσιτεία) για να τον προσεγγίσουμε. Τον προσεγγίζουμε απευθείας εν αγίω Πνεύματι, μέσα από τις καρδιές μας. «Μεσιτική» είναι η ίδια η ανθρωπότητα του Θεανθρώπου και παραμένει τέτοια εις τον αιώνα. Σε αντίθετη περίπτωση χάνεται (από πλευράς μας) η αγιοπνευματική παρρησία προς τον Χριστό και (από πλευράς του) η αγιοπνευματική εγγύτητά του (ή μάλλον ταύτιση) προς τον καθένα εξ ημών. Πράγμα ιδιαίτερα σοβαρό. Παύει ο Θεάνθρωπος να είναι στην ανθρωπότητά Του ο μοναδικός και ανεπανάληπτος Φίλος και Αδελφός μας, ο μοναδικός Μεσίτης μας, το "εσώτερο εγώ μας" εν αγίω Πνεύματι!
Φαίνεται πως ο Παρακλητικός Κανόνας κινείται σε εντελώς "αλεξανδρινή" και "νεοαλεξανδρινή" προοπτική. Η προοπτική αυτή υποβαθμίζει οντολογικά την ιστορική και συγκεκριμένη ανθρωπότητα του Λόγου-Χριστού (η οποία είναι για μας εσχατολογική και μυστηριακή) και «σκιάζει» (τουλάχιστον) την οντολογική ομοουσιότητα
που έχει ο Θεάνθρωπος Ιησούς ως άνθρωπος με τον καθένα εξ΄ημών. Πράγμα που
σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ «κρυπτοευτυχιανισμό»[1].
Αν ο «φιλάνθρωπος Θεός» (ο Λόγος) έγινε για μας ο «Μεγάλος Αδελφός» μας (ως Ιησούς Χριστός) είναι,
μεταξύ άλλων, και για να μην χρειάζεται, μεταξύ του καθενός εξ ημών και Εκείνου, η μεσιτεία
τρίτων. Ούτε και της Θεοτόκου! Ο Χριστός είναι μεσίτης μέσα στον ίδιο τον Εαυτό Του, στην ανθρώπινή Του φύση (αδιαχώριστη αλλά και ασύγχυτη προς την θεία Του φύση) και μεσιτεύει προς τον Πατέρα (και αν θέλουμε προς τον Εαυτό Του ως Θεό αχώριστο με τον Πατέρα) εν αγίω Πνεύματι. Η Παναγία, οι άγιοι, η Εκκλησία και οι πιστοί δεν "μεσιτεύουν" --επουδενί-- αλλά "δέονται", πράγμα που έχει τεράστια διαφορά. Διότι άλλο "οντολογική μεσιτεία" ή ακριβέστερα "οντοσωτηριολογική μεσιτεία" (η ανθρωπότητα του Θεανθρώπου), και άλλο "εκκλησιακή δέηση" (η κοινωνία των "αγίων" με πρώτη την Παναγία) καθόσον δεν είναι όλα ένας θειστικός αχταρμάς. Εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο.
2. Ο Κανόνας, θεωρώντας εντελώς "αλεξανδρινά" ότι ο Κύριος Ιησούς είναι οντολογικά περισσότερο «Θεός» παρά «Άνθρωπος» --εδώ είναι το ευαίσθητο σημείο-- ή
ακριβέστερα ότι είναι λιγότερο «Άνθρωπος» από όσο είναι «Θεός» (για λόγους που θα
εξηγήσουμε στη συνέχεια), και απευθύνοντας προς την Παναγία ακριβώς αυτό το «γενού
μεσίτρια» («προς τον εκ σου τεχθέντα», «προς τον φιλάνθρωπον Θεόν»),
δημιουργεί χριστολογικό και σωτηριολογικό ζήτημα, και σύγχυση στους πιστούς!
Διότι σχετικοποιει την οντοσωτηριολογική σημασία της Ενανθρώπισης-Ιστορίας-Ανάληψης, του Κυρίου Ιησού δηλ. την αγιοπνευματική αμεσοτητα της οντολογικής σχέσης του ως Ανθρώπου με τον καθένα εξ΄ημών. Πραγματικά, για έναν ευαίσθητο χριστολογικά άνθρωπο,
είναι μαρτύριο να παρακολουθεί την ακολουθία αυτή παρ΄όλη την ευλάβεια που ο
καθένας μας έχει προς την Παναγία (Άλλο όμως ευλάβεια και άλλο παραποίηση της χριστολογίας και de facto λατρεία της Παναγίας). Διότι σε αυτή την "αλεξανδρινή" προοπτική δημιουργείται ένα ολόκληρο «σύστημα διαμέσων»
προς τον Θεό (με πρώτη την Παναγία και τους αγγέλους, τους αγίους, την θεσμική εκκλησία) που είναι το λιγότερο... αντι-αποστολικό και αντι-βιβλικό.
3. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο
«ομοούσιος τω Πατρί» αλλά και «ομοούσιος ημίν». Το πρώτο, «κατά φύσιν» αιωνίως
και το δεύτερο, «κατά χάριν και οικονομίαν» στον χρόνο, στην Ιστορία. Το να λέμε μόνον το ένα ή μόνον το άλλο είναι κακοδοξία. Πώς τολμάμε να ξεχνάμε το δεύτερο
σκέλος της διπλης ομοουσιότητας του Θεανθρώπου μετά τη Χαλκηδόνα; Ο Χριστός έχει αμφιπλευρη
ομοουσιότητα, όχι μονόπλευρη ομοουσιότητα. Τέτοια όμως υπονοεί ο Παρακλητικός Κανόνας με
το να κάνει έκκληση στην
Παναγία εν προκειμένω – για να
μεσιτεύσει μεταξύ του καθενός εξ ημών και του "φιλάνθρωπου Θεού"; Και εδώ είναι το τεράστιο χριστολογικό και σωτηριολογικό πρόβλημα
που δημιουργείται κατά τη γνώμη μου.
4. Το πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από
αυτή τη χριστολογική (και σωτηριολογική) σύγχυση που δημιουργείται από τον
Κανόνα είναι ότι η βυζαντινή χριστολογική παράδοση είναι απ΄άκρη σ΄άκρη νεοαλεξανδρινή και μόνο νεοαλεξανδρινή, χωρίς σωτήριες επιρροές και διασταυρώσεις ούτε από την αντιοχειανή παράδοση, ούτε από την ρωμαϊκή παράδοση. Διασταύρωση των τριών παραδόσεων υπήρξε μόνο στη Χαλκηδόνα, όχι όμως πριν ούτε μετά (στον νεοαλεξανδρινισμό, τον λεγόμενο --κακώς-- και νεοχαλκηδονισμό).
Στη συνέχεια του πλατωνισμού του Ωριγένη
(ακολουθώντας τον πλατωνιστή Φίλωνα), η «αλήθεια» του Ιησού Χριστού βρίσκεται μονο στην θεότητά του (ως Θεός Λόγος) και
όχι και στην ανθρωπότητά του (ως σαρκωμένος Λόγος, ως Θεός
και άνθρωπος). Σε τελική ανάλυση ο Χριστός είναι απλα ο Θεός που εμφανιστηκε
(φαινομενολογικα) ως άνθρωπος. Όχι ο Θεός που εγινε (οντολογικα) άνθρωπος. Διότι, κατά την αλεξανδρινή
(=πλατωνική) προοπτική, ο άνθρωπος Ιησούς, η ανθρωπότητα του Χριστού, η
ιστορική και συγκεκριμένη, είναι απλώς η «σκάλα» για
να ανέβουμε στην «αλήθεια» του Χριστού, στον Θεό Λόγο με την «θεωρία» (από τα
αισθητά, στα νοητά, από την ιστορία στην αιωνιότητα)[2]!
«Αλήθεια» όμως του Ιησού Χριστού δεν είναι επακριβώς ο «Θεός Λόγος» καθαυτός
αλλά η «Ενανθρώπισή» του: η αγιοπνευματική ενυποστασία του ανθρώπου Ιησού και
της μεσιτικής ανθρωπότητάς του στον «Θεό Λόγο», η αγιοπνευματική ενυποστασία,
δηλ. το αγιοπνευματικό ρίζωμα της ιστορίας Του (Ιησούς) στην αιωνιότητα (Λόγος).
Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
5. Σε αυτά τα πλαίσια, τα
αλεξανδρινά-πλατωνικά της αντιδιαστολής των αισθητών προς τα νοητά, της
ιστορίας προς την αιωνιότητα, κινείται η ορθόδοξη χριστολογική (και κατ΄ επέκταση θεομητορική) πνευματικότητα των πιστών. Τα μαριολογικά παρατράγουδα του
Κανόνα αποκαλύπτουν σοβαρές χριστολογικές και σωτηριολογικές ανισορροπίες. Εις
πείσμα της Χαλκηδόνας, η «σκίαση» (τουλάχιστον) – ή μάλλον η «έκλειψη» – από την ανατολική παράδοση της μεσιτικής
ανθρωπότητας του Χριστού (ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός), η έκλειψη της μυστηριακής και
εσχατολογικής ανθρωπότητας στη ιστορία Του, όπως την ονομάζω, συνεπιφέρει την
αναγκαιότητα μετάθεσης του μεσιτικού ρόλου (μεταξύ ανθρώπου και Θεού) από την
ανθρωπότητα του Χριστού στην Παναγία μητέρα του.
6. Εννοείται ότι οι παραπάνω
παρατηρήσεις δεν έχουν να κάνουν επουδενί με την εξαιρετική τιμή και τη
μοναδική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, της μητέρας του
Κυρίου και Θεού Ιησού Χριστού μας. Έχουν να κάνουν μόνο με αυτόν τούτον τον
Κύριο και συγκεκριμένα με τη σωτηριώδη και μεσιτική εις τους αιώνες ιστορική
ανθρωπότητά Του, την αναληφθείσα στα δεξιά του Πατρός για να μεσιτεύει υπέρ ημών, δικαίων και αδίκων. Έχουν να κάνουν με τη σωτηριολογική
μετατόπιση στην πνευματικότητα από το Αποστολικό χριστοκεντρισμό στο Ορθόδοξο
(παν)αγιοκεντρισμό, την αλεξανδρινή και νεοαλεξανδρινή πνευματικότητα. Με τον τρόπο αυτό
εγκαθίσταται μεταξύ Θεού και ανθρώπου ένα ολόκληρο «σύστημα διαμεσολαβήσεων» (διαμέσων)
που πρακτικά ακυρώνει τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα της Μεσιτείας της σωτηριώδους ανθρωπότητας
του Χριστού. Η ανθρωπότητα αυτή μπαίνει σε παρένθεση και φεύγει μακριά μας,
μακριά από την καθημερινότητά μας και την καθημερινή μας πνευματικότητα, με
απροσμέτρητες συνέπειες για τη ζωή του χριστιανού. Ο Χριστός γίνεται αισθητός
και βιωμένος «απλά ως Θεός».
7. Για να γίνουν τα παραπάνω πλήρως αντιληπτά και βιωμένα σχετικά με τον Ιησού Χριστό πρέπει να περάσουμε από μια "ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ χριστολογία" των φύσεων και των ουσιών τους στην οποία είμαστε συνηθισμένοι (ελληνικού τύπου), σε μια "ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ χριστολογία" του προσώπου και της ιστορίας του (βιβλικού τύπου).
Γνωρίζω πολύ καλά ότι στο θέμα της μοναδικής μεσιτείας του "ανθρώπου Ιησού Χριστού" (Α Τιμοθέου 2:5) συγκλίνουν, εκ πρώτης όψεως, οι απόψεις μου με αυτές της Διαμαρτύρησης. Μόνο που
εγώ επιχειρηματολογώ υπέρ της "σωτηριολογικής και ιστορικής χριστολογίας" (βιβλικής και μυστηριοκρατικής) και όχι μιας "μεταφυσικής και άχρονης χριστολογίας" (ελληνικής και ουσιοκρατικής) όπως είπα παραπάνω. Και τούτο με στόχο όχι βεβαίως να
απορρίψω κάθε ευλάβεια και τιμή προς την Παναγία παραγνωρίζοντας τη μοναδική και ανεπανάληπτη θέση της στην Ιστορία της σωτηρίας. Δικαίως η Παναγία ονομάζεται και είναι η "μητέρα του Θεού Λόγου κατά σάρκα" και η "μητέρα της Εκκλησίας". Ο στόχος μου είναι να δείξω την ενδογενή σχέση, στην βυζαντινή Ανατολή, μιας άχρονης και στατικής χριστολογίας, μιας πλατωνίζουσας αλεξανδρινής χριστολογίας προ και μετα-χαλκηδόνιας (εξαιρώ τη Χαλκηδόνα για λόγους που δεν μπορώ εδώ να αναπτύξω), με μια
διογκωμένη στην ευλάβεια θεοτοκολογία η
οποία σκιάζει (τουλάχιστον) το απολύτως ουσιώδες: τη μεσιτική ανθρωπότητα του Κυρίου Ιησού,
την μοναδική μας οντοσωτηριολογική μεσιτεία προς τον Θεό.
Διότι όπως έχει πολύ σωστά λεχθεί σε βιβλική προοπτική, «ο Ιησούς Χριστός είναι τώρα ο οριστικός τόπος της συνάντησης μεταξύ του Ζωντανού
Θεού και ενός ζωντανού ανθρώπου. Στον άνθρωπο έχει πλησιάσει ο απομακρυσμένος
Θεός, είναι μαζί μας, είναι ο Εμμανουήλ. Μαζί μας σε όλα.»
[1]Αν ο «ευτυχιανισμός» είναι η άρνηση της διπλης, και αμφιπλευρης
ομοουσιότητας του Ιησού Χριστού με τον Πατέρα/με εμάς (κατά φύσιν/κατά χάριν αντίστοιχα),
ο «κρυπτοευτυχιανισμός» είναι η σκίασή
της. Και αυτός είναι το ενδογενές πρόβλημα ολης
της αλεξανδρινής χριστολογίας (της «χριστολογίας του Λόγου» - Logoschristologie) της πριν και μετά την Χαλκηδόνα,
δηλ. της Ορθόδοξης χριστολογίας! Όποιος καταλαβαίνει κάπως από ιστορία της
χριστολογίας το βλέπει ξεκάθαρα.
[2]Αυτό
εξηγεί όλα τα χριστολογικά και μαριολογικά παρατράγουδα στην Ορθοδοξία, σε
επίπεδο θεολογίας και πνευματικότητας (εις πείσμα της Χαλκηδόνας - που την
έφεραν και αυτή στα αλεξανδρινά μέτρα τους με τον λεγόμενο νεοχαλκηδονισμό ή
σωστότερα νεοαλεξανδρινισμό). Αυτή για μένα είναι η πιο σημαντική θεολογική
και πνευματική διαφορά Καθολικών (Δυτικών εν γένει) και Ορθοδόξων και όχι το
φιλιόκβε ή το πρωτείο και όλες οι άλλες αρλούμπες.