Θεολογική μεθοδολογία και Χριστολογία - Δρ. Κωνσταντίνος Αγόρας

Από την αρχή της εποχής των σπουδών μου με απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα των σχέσεων θεολογίας και φιλοσοφίας — με την περιεκτική έννοια, την αρχαιοελληνική (σοφία του κόσμου), που περιλαμβάνει και τις επιστήμες. [Σήμερα, μετά τη διάσταση φιλοσοφίας και θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστημών στους νεότερους χρόνους τα πράγματα δεν είναι όπως ξέρουμε έτσι]. Το ερώτημα γι’ αυτή τη σχέση περί της μεθοδολογίας στη θεολογία (θεολογία-φιλοσοφία) είναι ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ (ή συστηματικό αν προτιμάμε) και σχετίζεται με ένα άλλο ερώτημα που είναι ΙΣΤΟΡΙΚΟ (Χριστιανισμός- Ελληνισμός).

Εδώ προβληματίζομαι ερμηνευτικά (όχι ιστορικά) σε αναζήτηση των βασικών παραμέτρων μιας θεολογικής μεθοδολογίας ενδογενώς ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ. Μιας μεθοδολογίας “εν τω κόσμω αλλ’ουκ εκ του κόσμου”, θα μπορούσαμε να πούμε. Τούτο μάλιστα στο μέτρο που είμαι πεπεισμένος ότι οι θεολογίες διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως στο σημείο της μεθοδολογίας τους. Σημειωτέο ότι το γεγονός πως όταν μια κάποια μεθοδολογία ουσιαστικά φιλοσοφική χρησιμοποιείται εντός της θεολογίας (λ.χ. πλατωνική, αριστοτελική κ.λπ.) αυτό δεν την κάνει αυτόχρημα “θεολογική”, κάτι που συνήθως μας διαφεύγει. Στην περίπτωση αυτή, μέσω μιας ετεροπροσδιορισμένης μεθοδολογίας, αβάπτιστης θα λέγαμε, ο ερμηνευτικός αποπροσανατολισμός του περιεχομένου της θεολογίας δεν αποφεύγεται.

Δεν είναι περιττό να επισημανθεί εδώ ότι το θέμα μιας μεθοδολογίας πραγματικά, δομικά, “θεολογικής” εντός της θεολογίας, ειδικά το θέμα των σχέσεων θεολογίας και φιλοσοφίας –ή μάλλον ευαγγελικού «Κηρύγματος» και ανθρωπίνου «λόγου» εντός της χριστιανικής θεολογίας— είναι ανάλογο εν πολλοίς των σχέσεων Χριστιανισμού και Ελληνισμού, «εκκλησίας» και «κόσμου» στην Ιστορία όπως είπα και προηγουμένως. Ας έρθω όμως σε ένα κεντρικό σημείο του ερμηνευτικού ζητήματος.

1. Το να πει κανείς ότι η Εσχατολογία (το 'Εσχατον) ΔΙΑΦΕΡΕΙ (βλ. διαφορά) από την Ιστορία είναι σχεδόν αυτονόητο (στους θεολογούντες τουλάχιστον). Το να πεις όμως ότι βρίσκονται μεταξύ τους σε ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ σχέση (face-to-face), και μάλιστα ασύμμετρη, δεν είναι το ίδιο, ούτε το τελευταίο είναι αυτονόητο. Άλλο «διαφορά» ετεροτήτων (έστω και άπειρη), άλλο «διαλεκτική» ετεροτήτων. Στην πρώτη περίπτωση η ετερότητά τους νοείται ως σχετική (της μιας προς την άλλη), στη δεύτερη ως απόλυτη (έναντι κάποιου άλλου). Άλλο λοιπόν “σχετική” ετερότητα, άλλο απόλυτη ή “διαλεκτική” ετερότητα. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου μια βασική συνιστώσα (αν όχι η θεμελιώδης) της ερμηνευτικής και μεθοδολογίας στη χριστιανική θεολογία. Ας δώσω παρακάτω ένα παράδειγμα για να γίνω κατανοητός.

Για τη βιβλικής εμπνεύσεως θεώρηση των πραγμάτων στον χριστιανισμό ο Θεός είναι «θεός» όχι μόνο ως προς την κτίση (που αυτόχρημα είναι “μη-θεός”) αλλά καταρχάς ως προς τον εαυτό Του. Είναι ενδογενώς θεός (=προσωπική τριαδικότητα). Από την άλλη πλευρά, αντίστροφα θα λέγαμε, η κτίση, είναι «μη-θεός», όχι μόνο ως προς τον Θεό αλλά και ως προς τον εαυτό της, διαχρονικά, ενδογενώς (=φυσική κτιστότητα). “Προσωπική τριαδικότητα” του Θεού (ως θεού) και “φυσική κτιστότητα” της κτίσης (ως κτίσης) πάνε μαζί. Ή τα αποδέχεσαι και τα κατανοείς σωστά και τα δυο, ταυτόχρονα, ή τα παρανοείς και τα δύο. Όχι μόνο το ένα εκ των δυο.
Αγαπητοί φίλοι, προσπαθήστε παρακαλώ να με καταλάβετε. Άλλο «ΑΠΕΙΡΗ ΔΙΑΦΟΡΑ », άπειρη απόσταση, “χάσμα μέγα” κ.τ.τ. (όπως λένε πολλές φορές οι Πατέρες) μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ακτίστου και κτιστού, εσχάτου και ιστορίας, και άλλο «ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ», απόλυτη, μεταξύ τους. Αυτά τα δυο συνήθως τα μπερδεύουμε (ακόμα και στην πατερική γραμματεία, δυστυχώς, καθώς και στους υπομνηματιστές της). Άλλο ΟΛΙΣΤΙΚΟ πλαίσιο σχέσεων Θεού και κτίσης και άλλο απόλυτα ΔΙΑΛΕΚΤΙΟ πλαίσιο σχέσεων. Στη τελευταία περίπτωση μιλάμε για σχέση εκατέρωθεν ελεύθερη (σύμφωνα με την ελευθερία του Θεού, την απόλυτη, αλλά και την ελευθερία του ανθρώπου, την πάρα μα πάρα πολύ σχετική πλην πραγματική ως δεδομένη).
[Σημ. μιλάω για ελευθερία «σχετική», αυτή του ανθρώπου, όχι μόνο με την έννοια του «μη-απόλυτη» αλλά και με την έννοια του «εν σχέσει προς»].

Όταν λοιπόν ακούω για άπειρη ΔΙΑΦΟΡΑ, ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ κ.τ.τ. —αλλά όχι για ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ, και μάλιστα αγιοπνευματικά ασύμμετρη εκ των πραγμάτων, συνεπώς απόλυτη—, μένω απορημένος. Διότι μια “άπειρη” διαφορά, ετερότητα, Θεού και κτίσης, μπορούμε να την συμπεράνουμε και φιλοσοφικά στο πλαίσιο ενός απερινόητου «όλου» νοούμενου ως άπειρου (ολισμός). Αλλά την απόλυτη “διαλεκτική” σχέση των παραπάνω, την ασύμμετρη (καθότι αγιοπνευματική), μόνο θεολογικά —δηλ. μέσα από το «γεγονός Χριστός» και την προσωπική μετοχή μας σε Αυτό[ν]— μπορούμε να την συμπεράνουμε. Ολισμός, συνεπώς, και απόλυτη διαλεκτική δεν πάνε μαζί, τσακώνονται. Εύχομαι να γίνομαι αντιληπτός.

2. Δώδεκα χρόνια διδασκαλίας σε μεταπτυχιακούς φοιτητές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπου οι περισσότεροι ήταν θεολόγοι, με έκαναν να καταλάβω ότι όσα γράφω παραπάνω δεν είναι διόλου αυτονόητα, καθόλου μάλιστα. Διότι στη θεολογία, συνήθως, σκεφτόμαστε φιλοσοφικά στην ουσία (ή μυστικιστικά) και νομίζουμε πως σκεφτόμαστε θεολογικά, δυστυχώς. Κι’ αν η θεολογία παντρεύτηκε τελικά τον Αριστοτέλη, στη Δύση, μεθοδολογικά μιλώντας, στην Ανατολή, παντρεύτηκε τους Πλάτωνες (εννοώ τους νεοπλατωνισμούς). Άρα πεπράκαμεν ουδέν; Όχι, απλά πορεύτηκε όπως μπορούσε καλύτερα και εμείς είμαστε εκ νέου σε αναζήτηση των σωστών κριτηρίων αποδοχής της φιλοσοφίας (του “είναι” καταρχάς) εντός της χριστιανικής θεολογίας.

Όλα αυτά τα χρόνια πάλεψα για να κάνω τους άλλους να καταλάβουν ότι το γεγονός-Χριστός ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ, ως πραγματικότητα και ως ενόραση-μετοχή, τόσο του "θεός" όσο και του "άνθρωπος". Χωρίς το γεγονός της ενανθρώπισης και της πασχάλιας ιστορίας του Κυρίου Ιησού οι παραπάνω λέξεις είναι ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ (όχι όμως φιλοσοφικά) ακατανόητες. Η θεολογία συνεπώς δεν είναι ζάχαρη άχνη επάνω στο έτοιμο κέικ της φιλοσοφίας !!!!!!!! Πάλαιψα για να το κάνω κατανοητό αυτό και παλεύω. Κάτι που η φιλοσοφία στη συνέχεια δεν θα εισπράξει ως ολοκλήρωση αλλά ως αλλοτρίωση (και θα το απεμπολήσει) Για τον πιστεύοντα χριστιανό η θεολογία δεν είναι φιλοσοφική πολυτέλεια, κάτι που ολοκληρώνει τη φιλοσοφία. Είναι η «πρώτη φιλοσοφία».

Μιλάμε βέβαια για μια ακραιφνώς “χριστο-κεντρική” θεολογία και όχι για μία “θεο-κεντρική” (ή “τριαδο-κεντρική” ή “κοινωνιο-κεντρική”) θεολογία, ακόμα δε λιγότερο για μία “ανθρωπο-κεντρική” θεολογία.

3. Με λίγα λόγια: οι θεολόγοι —ως επακριβώς θεολόγοι χριστιανοί— όταν θεολογούμε πρέπει πιστεύω να στοχαζόμαστε ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ (και όχι φιλοσοφικά) ακολουθώντας το σκεπτικό (rationale) της θεολογίας ως επακριβώς όμως χριστιανικής, “χριστο-κεντρικής”. Δηλ. να θεολογούμε ΜΕΣΑ από το γεγονός-Χριστός (και όχι δίπλα από αυτό[ν]). Κάτι τέτοιο είναι ανθρωπίνως δυνατό;

Πάντως για να το κάνουμε αυτό πρέπει να "θεωρούμε" τον Ιησού Χριστό όχι μόνο «από ΜΕΣΑ» (και όχι από δίπλα, εν παραλλήλω) αλλά επίσης και ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΑ (ΩΣ θεό αλλά και ΩΣ άνθρωπο), όχι ολιστικά. Διαλεκτικά και όχι συνθετικά (ούτε βέβαια, ακόμα λιγότερο, διαιρετικά). Κλειδί στην υπόθεση είναι η σωστή κατανόηση αυτού που λέμε ΕΝΩΣΙΣ. Η “ένωση” Θεού και ανθρώπου στον Χριστό και εξ’ αυτής αφενός η “ένωση” Πατρός και Υιού στην Τριάδα (“Θεολογία”) όσο και η “ένωση” Χριστού και Εκκλησίας στην Ιστορία (“Οικονομία”).

Πρέπει να χωνέψουμε ότι η “ΕΝΩΣΙΣ” Θεού και ανθρώπου στον Χριστό --αρχικά, αλλά και οι άλλες-- δεν είναι “φυσική” (ούτε βεβαίως υπερφυσική). Είναι αγιοπνευματική, προσωπικά αγιοπνευματική “ένωσις”, δηλ. μη-ολιστική αλλά διαλεκτική. Και στις τρεις περιπτώσεις που προανέφερα η “ένωσις” --ή μάλλον το μυστήριο της “ένωσης”-- είναι έργο του Αγίου Πνεύματος που ενώνει χωρίς να συγχέει και διακρίνει χωρίς να χωρίζει. Θεωρώντας ολιστικά (συνθετικά, υπερφυσικά) και όχι διαλεκτικά τον Χριστό τον φανταζόμαστε είτε σαν έναν θεό ντυμένο ανθρώπινα, είτε αντίστροφα σαν έναν άνθρωπο ντυμένο θεϊκά. Ο Χριστός όμως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι —παραδόξως— από τη μια πλευρά άνθρωπος ως θεός αλλά, από την άλλη πλευρά, θεός ως άνθρωπος.
Αυτό είναι κάτι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου γιατί μας επιβάλει να βλέπουμε, να θεωρούμε τον Χριστό, ταυτόχρονα από κάτω προς τα πάνω και από πάνω προς τα κάτω, δηλ. σε δυο αντίστροφες κινήσεις, χωρίς να τις συγχέουμε σε ένα, να τις ολίζουμε. Όποιος πει πως αυτό δεν είναι για τον ανθρώπινο νου αδύνατο (διότι ρέπει προς τον ολισμό) είναι γιατί δεν έχει καταλάβει για τι μιλάμε. Αντιλαμβάνεται τον Χριστό “συνθετικά” (σαν ένα κράμα θεού+ανθρώπου, αποτέλεσμα σύνθεσης) και όχι “διαλεκτικά”. [Κατ’ ανάλογο τρόπο το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία. Την αντιλαμβάνεται (συνθετικά) ως ένα κράμα Ιστορίας και Εσχατολογίας]. Το σημείο αυτό είναι πολύ λεπτό και χρήζει μεγάλης προσοχής.

Εδώ είναι κατά τη γνώμη μου μια επιπρόσθετη δυσκολία και το πραγματικό διακύβευμα της χριστολογίας και συνεπώς της θεολογικής μεθοδολογίας που έχει την χριστολογία ως «πρώτη αρχή» (principium). Καίτοι χριστολογία και θεολογική μεθοδολογία βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους, η σχέση αυτή είναι ασύμμετρη. Η χριστολογία προηγείται επιστημολογικά της θεολογικής μεθοδολογίας και η θεολογική μεθοδολογία, ως επακριβώς θεολογική κατά χριστιανικό τρόπο (και όχι κάτι άλλο), ως “εν τω κόσμω αλλ’ουκ εκ του κόσμου”, παραπέμπει στη χριστολογία. Διότι η μεθοδολογία είναι πάντοτε ανάλογη της χριστολογίας. Είναι η τελευταία που κινεί τα νήματα της μεθοδολογίας και φυσικά της θεολογίας εν γένει. Αλλοίμονο αν αντιστραφεί η σχέση αυτή, τότε θα έχουμε διαφόρων ειδών γνωστικισμούς.

Δείξε μου τη θεολογική μεθοδολογία σου, να σου πω την υπαρκτή χριστολογία σου (όχι την αξιωματική που λένε μόνο τα χείλη και τα βιβλία — νόμισμα χωρίς αντίκρυσμα). Και αντίστροφα, δείξε μου τη χριστολογία σου (την καθημερινή, όχι την τυπική), και θα σου πω την υπαρκτή μεθοδολογία σου (όχι αυτή που διατείνεσαι πως έχεις). Η χριστολογία δεν είναι απλώς ένα εκ των κεφαλαίων της χριστιανικής θεολογίας. Είναι το πλαίσιο και η λυδία λίθος της. Η χριστολογία και όχι η τριαδολογία ή ό,τι άλλο. Ξεκάθαρα (σκληρός ο λόγος για την τρέχουσα ανατολική θεολογία, την “τριαδο-κεντρική”)!

4. Θα μπορούσε να πει κανείς να πει ότι το «μειονέκτημα» αυτής της προσέγγισης, της «χριστο-κεντρικής» είναι ότι μοιάζει να αποκόπτει τη χριστιανική θεολογία από τον κόσμο, από τη φιλοσοφία, τις θρησκείες και τις επιστήμες. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για πλεονέκτημα καθόσον επιτρέπει στη θεολογία να σχετίζεται ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΑ (και όχι ολιστικά και συγχυτικά) με τον κόσμο και τη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τις θρησκείες. Να σχετίζεται δηλ. με υγιή τρόπο: ούτε εξουσιαστικά ούτε, αντίστροφα, δουλικά. Και αυτό είναι ένα μείζον ζητούμενο σήμερα.






Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών

Η ερωτική επιθυμία των ανθρώπων: σε εσχατοκρατική vs ιστοριοκρατική προσέγγιση