Η Παράδοση, ο Κανόνας και η Una Sancta


 
Η Παράδοση της Εκκλησίας, ο Κανόνας της Κ.Δ.
και η Una Sancta του Συμβόλου

 

Δρ. Κωνσταντίνος Αγόρας

 

1. Η «Παράδοση» της Εκκλησίας είναι καταρχάς η «Αποστολική» Παράδοση (Κανόνας Κ.Δ.). Η «μετα-αποστολική» Παράδοση ΔΕΝ «επεκτείνει προσθετικά» την Αποστολική πίστη όπως αυτή εκφράζεται στα όρια του Κανόνα αλλά, μέσα από την εμπειρία της Εκκλησίας στην Ιστορία, «εμβαθύνει ερμηνευτικά»  στην Αποστολική πίστη. Όχι «προσθετική επέκταση σε πλάτος» (δηλ. μετατόπιση του Κανόνα) αλλά «ερμηνευτική διάνοιξη σε βάθος» (εμβάθυνση στον Κανόνα). Αυτά τα δυο, επέκταση και εμβάθυνση, ως αντιλήψεις του τι σημαίνει «Παράδοση» στην Εκκλησία σε σχέση με τον Κανόνα της Κ.Δ., δεν είναι διόλου το ίδιο πράγμα. Και εδώ είμαστε, στον τόπο μας ειδικά, αξεκαθάριστοι σε πλήρη σύγχυση, χρειαζόμαστε πολύ δουλειά.

Είναι τάχα  κακό να προστρέχουμε στην «Παράδοση» δηλ. σε απόψεις προγενέστερων χριστιανών για την πίστη;  Όχι δεν είναι κακό, αντίθετα είναι καλό. Διότι δεν είμαστε οι πρώτοι που ήλθαν στην πίστη, καθόσον προηγήθηκαν άλλοι που μας τη μετέδωσαν, που μας την παρέδωσαν σαν σκυτάλη. Το πρόβλημα όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο προστρέχουμε στη «παράδοση της πίστης», στις απόψεις δηλ. των προηγουμένων. Ο τρόπος δεν μπορεί να είναι δουλικός (τρόπος στυγνής αντιγραφής) αλλά δημιουργικός (τρόπος έμπνευσης). Ανεβασμένοι πάνω στους ώμους των γιγάντων που προηγήθηκαν, σαν τα μικρά παιδιά, μπορούμε και πρέπει να βλέπουμε μακρύτερα από εκείνους για το πως θα πούμε (την «παράδοση της πίστης») στη ΔΙΚΗ μας συνάφεια που είναι ΑΛΛΗ από εκείνη των προηγουμένων εποχών και ανθρώπων. Πρέπει συνεπώς όχι να «αντιγράφουμε» εκείνους αλλά να τους «μεταγράφουμε» σήμερα στην «παράδοση της πίστης». Η «πατερικομανία» λ.χ. καθώς και κάθε μορφή θεμελιοκρατίας ακολουθεί τον δρόμο της «δουλικής αντιγραφής», όχι της «αναλογικής μεταγραφής». Γι΄αυτό και είναι καταδικαστέα (σαν τρόπος) και θανάσιμη για τη σύγχρονη θεολογία και Εκκλησία.

Ο κόσμος καταλαβαίνει εύκολα το «προσθετικό» όχι το «ερμηνευτικό» στην «Παράδοση». Και όμως πιστεύω ότι η πρότασή μου είναι μια σωστή και «ορθή» (ορθό-δοξη) απάντηση στο ερώτημα περί «Γραφής ΚΑΙ Παράδοσης». Πιστεύω ότι αν το θέσουμε έτσι (με συμπλεκτικό σύνδεσμο, προσθετικά) αποπροσανατολίζουμε την υπόθεση. Δεν αρνούμαι ότι το θέμα είναι τεράστιο αλλά είναι το πρώτο θέμα στο οποίο πρέπει να σταθούμε και να αναστοχαστούμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να λέμε ότι η Εκκλησία είναι δομημένη ΕΠΙ του Χριστού και των Αποστόλων: ΕΠΙ του Χριστού και των Αποστόλων (θεμελιακά) και όχι απλά ΜΕΤΑ τον Χριστό και τους Αποστόλους (ιστορικά).

2. Διότι εξ ορισμού «χριστιανοί» ονομάζονται από πλευράς τυπικής αυτοί οι οποίοι προσυπογράφουν στον Καινοδιαθηκικό Κανόνα και θεωρούν ότι τα Βιβλία του δεν περιέχουν λάθος και ότι τελικά συγκλίνουν στο νόημα παρόλο που προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις και διαφορετικούς συγγραφείς και διαφέρουν πολύ μεταξύ τους στη θεολογία τους (σχηματικά: Παύλος, Συνοπτικοί, Ιωάννης). Ας φανταστούμε τα βιβλία αυτά διατεταγμένα ΓΥΡΩ ΑΠΟ τον Χριστό, ΒΑΣΙΣΜΕΝΑ ΕΠΙ ΤΟΥ Χριστού και να ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΛΑ, με διαφορετικούς τρόπους και εκφράσεις ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. Ο ΚΔ Κανόνας είναι ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΙΔΡΥΤΙΚΟΣ στην Εκκλησία ως «Εκκλησία Εκκλησιών» και «Παράδοση παραδόσεων», και έχει ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ χαρακτήρα.

Μια μεμονωμένη πρόταση εντός ενός Βιβλίου μπορεί και να μην είναι ακριβής ή να εξαρτάται από εξωθεολογικούς παράγοντες (πολιτισμικούς της εποχής). Αν όμως η πρόταση αυτή είναι σύμφωνη με την γενική θεολογική προοπτική του συγγραφέα, λ.χ. του Παύλου, τότε δεν έχει λάθος.

Είναι γνωστό ότι δεν έχουμε κείμενα ΤΟΥ Ιησού αλλά μαρτυρίες (θεολογικές) –δηλ. ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ– ΓΙΑ ΤΟΝ Ιησού. Οι αρχαιότερες είναι η παύλεια, μετά έρχονται αυτές των Συνοπτικών (Μάρκος κλπ) και τέλος η Ιωάννεια παράδοση-θεολογία. Τα λέω σχηματικά αν και είναι πιο πολύπλοκα από πλευράς ιστορικής τα πράγματα. Λχ. εντός του Παύλου έχουμε διακρίσεις. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να τεθεί, τουλάχιστον απλοϊκά, πρόβλημα του στυλ «Ιησούς ή Παύλος ;». Από τη στιγμή που αποδεχόμαστε τον Καινοδιαθηκηκό Κανόνα ως ΚΑΝΟΝΑ δηλ. τα Βιβλία της ΚΔ ως ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΑ –καίτοι πλουραλιστικά σε παραδόσεις και θεολογίες– το θέμα κλείνει ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ. Μια άποψη λ.χ. του Παύλου –όταν είναι γενική και διαρκής όπως αυτή περί «πίστεως»– είναι κανονιστική (normative) για μας στην Εκκλησία.

'Εχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο κάθε συγγραφέας, η κάθε ομάδα Βιβλίων, έχει και τις δικές του κυρίαρχες θεολογικές τάσεις διότι προέρχονται από διαφορετικές ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ που δεν συμπίπτουν απόλυτα με αυτές των άλλων ομάδων. Η ΚΔ Παράδοση, η αποστολική Παράδοση είναι ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ (όπως λέμε Εκκλησία Εκκλησιών). Επειδή λοιπόν ο Κανόνας δεν αποτελείται ούτε περιέχει μια αλλά πολλές θεολογίες –που όμως ΟΛΕΣ δείχνουν προς τον Χριστό και το μυστήριό του, η καθεμία με τον δικό της τρόπο– Κανόνας είναι η ΚΟΙΝΩΝΙΑ μεταξύ διαφορετικών ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ – ΘΕΟΛΟΓΙΩΝ  βασισμένων ΕΠΙ ΤΟΥ Χριστού, ιστάμενων ΓΥΡΩ ΑΠΟ τον Χριστό και κινούμενων ΠΡΟΣ τον Χριστό.

Ο ίδιος ο Κανόνας από τη φύση του συνιστά ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΚΟ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟ ο οποίος δικαιολογεί κατά τη γνώμη μου έναν κάποιο σημερινό ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟ, δηλ. ένα πλουραλισμό Εκκλησιών με διαφορετικές θεολογικές, λειτουργικές κλπ παραδόσεις και εμφάσεις, εξάπαντος όμως εντός των ορίων της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ «γύρω από», «επί του» και «προς τον» Χριστό. Ο θεολογικός πλουραλισμός του Κανόνα (ιδρυτικό στοιχείο της Εκκλησίας από πλευράς «ορθοδοξίας») συνηγορεί υπέρ ενός –εν κοινωνία– εκκλησιακού-ομολογιακού πλουραλισμού της Εκκλησίας από πλευράς παραδόσεων. Η «ορθοδοξία» της πίστεως είναι κοινωνιακή πραγματικότητα στα όρια του Κανόνα ως «Κανόνα» (και κατ΄επέκταση των Συμβόλων της πίστεως).

Υποστηρίζω εδώ ότι ο εκκλησιο-θεολογικός πλουραλισμός του Κανόνα (πλουραλισμός εκκλησιακών κοινοτήτων και θεολογικών) –που είναι ιδρυτικό στοιχείο της Εκκλησίας από πλευράς «ορθοδοξίας»– συνηγορεί υπέρ ενός –εν κοινωνία– εκκλησιο-ομολογιακού πλουραλισμού στην Εκκλησία του Χριστού διότι η τελευταία, ως «Εκκλησία», είναι πάντοτε μια «Κοινωνία Εκκλησιών» και όχι μια μονολιθική, συμπαγής και κλειστή στον εαυτό της πραγματικότητα. Η Una Sancta του Συμβόλου δεν παραπέμπει στην ενότητα μιας αριθμητικής «ενικότητας» οντικού τύπου αλλά στην ενότητα που δημιουργείται από μια «κοινωνία».

3. Η «Εκκλησία του Χριστού» είναι, πιστεύω, μια πραγματικότητα που έχει σαν μοντέλο την ΑΝΟΙΚΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΤΗΤΑ των απόλυτα διαφορετικών τριαδικών προσώπων στον Θεό και έναν ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟ (σε κλειστές στον εαυτό τους κοινωνίες-κοινότητες). Άλλο «κοινωνιακότητα» (δηλ. γεγονός ανοικτής κοινωνίας) και άλλο «κοινοτιστικότητα». Κατ' ανάλογο τρόπο η «ορθοδοξία» της πίστης της Εκκλησίας είναι «κοινωνιακή» πραγματικότητα στα όρια του Κανόνα (και κατ΄επέκταση των Συμβόλων της πίστης) και όχι «κοινοτιστική» πραγματικότητα.

Έτσι όπως τον βλέπω, εκκλησιο-ομολογιακός πλουραλισμός σημαίνει ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι κοινωνία διαφοροποιημένων ομολογιακά Εκκλησιών –Καθολικής, Ορθόδοξης, Ανατολικής, Λουθηρανικής, Αγγλικανικής (High Church) – η καθεμία με τις δικές της θεολογικές, λειτουργικές και πνευματικές εμφάσεις. Πιστεύω μάλιστα ότι κάτι τέτοιο αποτελούσαν πριν από τον 4ο αι αυτές οι εκκλησιαστικές πραγματικότητες που εξελίχτηκαν μετέπειτα σε «πατριαρχεία» (Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας), δηλ. σε Εκκλησίες με δική τους η καθεμία θεολογική, λειτουργική και πνευματική παράδοση. Το ανάλογο σήμερα το αποτελούν οι διιστάμενες (ακόμα) «ομολογιακές Εκκλησίες» και «παραδόσεις» που προανέφερα.

Κάθε «ομολογιακή Εκκλησία» και κάθε «εκκλησιαστική παράδοση» έχει το χάρισμά της, το πιστεύω ακράδαντα. Στην κοινωνία, στο «χορό» αυτό των θεμελιωμένων επί του Χριστού «ομολογιακών Εκκλησιών» –γύρω από τον Χριστό και προς τον Χριστό, αυτό είναι το απόλυτα σημαντικό– υπάρχει όμως μια «τάξις» (κοινωνίας). Και στην «τάξη κοινωνίας» αυτή των «ομολογιακών Εκκλησιών» –σαν χορός γύρω από και προς τον Χριστό– την πρώτη θέση (αλλά όχι την μόνη θέση !) συντονισμού του «κοινωνιακού χορού», δηλ. της κοινωνίας, κατέχει κατά την παράδοση των τριών πρώτων αιώνων και το χάρισμά της η τοπική εκκλησία της Ρώμης λόγω του μαρτυρίου των πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου που θεμελιώνει το χάρισμα του επισκόπου της Εκκλησίας αυτής. Το χάρισμα συνίσταται στο να προΐσταται στην κοινωνία-χορό των Εκκλησιών γύρω και προς τον Χριστό ως «προκαθημένη της αγάπης» όπως έλεγε για την Εκκλησία της Ρώμης ο Ιγνάτιος Αντιοχείας τον 2ο αι.

Βεβαίως η προοπτική εδώ και το πλαίσιο της «πρώτης θέσης» είναι σαφώς χριστοκεντρικά (και όχι εκκλησιοκεντρικά). Διότι άλλο πράγμα είναι η κοινωνία-χορός να στρέφεται χριστοκεντρικά γύρω από (και προς) τον Χριστό με πρωτοκορυφαίο (αλλά όχι μόνο χορευτή) τον «πρώτον» (του χορού εννοείται) και άλλο πράγμα είναι να στρέφεται εκκλησιοκεντρικά γύρω από τον «πρώτον». Η συνεχής και σταδιακή «μεταστροφή» –αν μπορώ να το πω έτσι– της Καθολικής Εκκλησίας και θεολογίας από μια «εκκλησιοκεντρική εκκλησιολογία» των παρελθόντων αιώνων (κοινή σε Δύση και Ανατολή) σε μια «χριστκεντρική εκκλησιολογία» –για όποιον τουλάχιστον γνωρίζει τα θεολογικά πράγματα της Εκκλησίας αυτής, ειδικά από το δεύτερο μισό του 20ου αι. – είναι δείγμα μεγάλης ελπίδας για όλους τους χριστιανούς και τις «ομολογιακές Εκκλησίες» (υπό τον όρον βεβαίως και της δικής τους μεταστροφής από τον εκκλησιοκεντρισμό-ομολογιοκεντρισμό στον χριστοκεντρισμό).

Σε αυτή την ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ (και όχι πλέον εκκλησιοκεντρική !) αντίληψη της Εκκλησίας-Κοινωνίας γύρω από τον Χριστό και προς Αυτόν (και όχι γύρω από τον εαυτό της και προς τον εαυτό της –αυτό το τελευταίο σημαίνει «εκκλησιοκεντρική» –την ανοιχτά ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ όπως είπα πιο πάνω (και όχι την κλειστά ΚΟΙΝΟΤΙΣΤΙΚΗ αντίληψη) –κατ' εικόνα των Αποστόλων (γύρω από τον Χριστό), καθώς και των εκκλησιακών κοινοτήτων του αρχέγονου χριστιανισμού αλλά και των βιβλίων και θεολογιών του Κανόνα– ο ρόλος του «πρώτου» της χριστιανοσύνης –και κατ’αναλογία της Ορθοδοξίας– θα μπορούσε κατά την ταπεινή μου γνώμη να είναι (χριστοκεντρικά) ανανεωμένος.  Θα μπορούσε να είναι μια διακονία που να εγγυάται ώστε ο εκκλησιο-θεολογικός πλουραλισμός των Ομολογιών-Εκκλησιών (τον σήμερα ακόμα διισταμένων) να καταφάσκεται (και να μην αναιρείται).  Να καταφάσκεται όμως εις τρόπον ώστε μην εκτρέπεται σε διαιρέσεις, εκκλησιαστικές και πνευματικές («μεμέρισται ο Χριστός;» Α΄ Κορ. 1, 13) αλλά να συγκλίνει –κοινωνιακά– προς τον ένα και μόνο Χριστό εν Πνεύματι αγάπης και αλληλοκατανόησης. Αυτό, αγαπητοί φίλοι, είναι το «οικουμενικό» μου όραμα. Το «οικουμενικό» και όχι «οικουμενιστικό» για την Una Sancta.

 

Δημοσιεύτηκε σε επηυξημένη μορφή στο βιβλίο μας Ο Χριστός και η πολύμορφη εικόνα του, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019.

 


Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Χριστός, οι Εκκλησίες και η Αλήθεια

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών