Σύντομο σημείωμα για την ορθόδοξη εκκλησιολογία



Σύντομο σημείωμα για την ορθόδοξη εκκλησιολογία
μετά την Κρήτη 

Δρ Κωνσταντίνος Αγόρας 

Στο πλαίσιο του προβληματισμού μου για την «αλήθεια» και την «εκκλησιακότητα» της Εκκλησίας[1] και στη συνέχεια του σχολίου μου για τον Χριστό και την Εκκλησία του παραθέτω παρακάτω μερικές σύντομες παρατηρήσεις για την ορθόδοξη «ευχαριστιακή εκκλη­σιολογία». Πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για μια εκκλησιολογία (δηλ. θεολογική θεώ­ρηση της Εκκλησίας) η οποία έχει την αφετηρία της στο γεγονός της υπό τον τοπικό επί­σκοπο ευχαριστίας όπως πραγματώνεται κάθε φορά εκ νέου στην σύναξη της Θ. Λειτουργίας. Είναι ακριβώς κατά την τέλεση της Θ. Ευχαριστίας που η τοπική συναγμένη περί τον επίσκοπό της κοινότητα γίνεται stricto sensu «Εκκλησία», δηλ. «σώμα Χριστού».

Από την απέραντη σχετική ορθόδοξη βιβλιογραφία παίρνω σαν αφε­τηρία την κλασσική πλέον ιστορική μελέτη του Ι. Ζηζιούλα (μητρ. Περγάμου), “Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας”, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1990 (2η έκδ) καθώς και τον πρόσφατο ογκώδη τόμο (του ιδίου), “ΕΡΓΑ Α΄: Εκκλησιολογικά μελε­τήματα”, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016.

Βασική μου θέση είναι η εξής: Παραφράζοντας τα κατά τον μητροπολίτη Περγάμου περί «προσωπικής» ύπαρξης χαρακτηριστικά, όπου «πρόσωπο» σημαίνει ταυτόχρονα «υπόσταση» και «έκσταση», υποστηρίζω στις σελίδες που ακολουθούν ότι ενώ το «ευχαριστιακό» είναι το «υποστατικό» χαρακτηριστικό της «εκκλησίας», το «κοινωνιακό» είναι το «εκστατικό» χαρακτηριστικό της. Έτσι μεταξύ "προσώπου" (του Θεού) και "εκκλησίας" (του Θεού), προσωπολογίας και εκκλησιολογίας, εγκαθιστώ μια παραλληλία ως προς τον τρόπο υπάρξεως. Διότι τόσο ο όρος "πρόσωπο" όσο και ο όρος "εκκλησία" δεν υποδηλώνουν πρωταρχικά ένα "τι" αλλά ένα "πως". Δεν είναι δηλ. "οντικές" πραγματικότητες αλλά "οντολογικές" πραγματικότητες. Η ταυτοχρονία (οντολογική) των δυο διαστάσεων, ευχαριστιακής και κοινωνιακής, για μια ισορροπημένη και «καθ'ολική» (δηλ. μη-αποσπασματική) εκκλησιολογία, προσωπόμορφη, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι δεδομένη για όλους, καθολικούς και ορθοδόξους. Όπως ακριβώς, στην περίπτωση της προσωπολογίας, είναι η υποστατική και η εκστατική διάσταση. Για τον παραπάνω λόγο η ορθόδοξη εκκλησιολογία δεν θα έπρεπε να είναι απλώς μια «ευχαριστιακή» (και συνοδική) εκκλησιολογία αλλά μια «ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή» εκκλησιολογία (ευχαριστιακά κοινωνιοκεντρική). Η τελευταία θέτει βεβαίως επί τάπητος το ζήτημα της «αρχής» (αυθεντίας) και της «τάξης κοινωνίας», με λίγα λόγια του «πρωτείου», στην Εκκλησία στο οποίο σκοπεύω να αφιερώσω ξεχωριστό σχόλιο.

1.1 Η «Εκκλησία» είναι ταυτόχρονα «μυστήριο» και «εμπειρική πραγματικότητα», δηλ. «μετα-ιστορική» αλλά και «ιστορική» πραγματικότητα. Όχι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο.

1.2 Στην Ιστορία ο όρος «Εκκλησία» περιγράφει μια διπλή πραγματικότητα: την «τοπική» Εκκλησία (την κατά τόπους) και την «παγκόσμια» Εκκλησία (την ανά την οικου­μένη)[2]. Όχι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο.

1.3 Η «Εκκλησία» είναι πάντα μια «Εκκλησία Εκκλησιών» (κατά την προσφυή έκφραση του μεγάλου εκκλησιολόγου Jean-Marie Tillard), μια παγκόσμια ή οικουμενική κοινωνία Εκκλησιών, μια «Eκκλησία ως κοινωνία Eκκλησιών», ως συγκεκριμένη «ανά τον κόσμο» κοινωνία (Εκκλησία) συγκεκριμένων «κατά τόπους» Εκκλησιών (Κοινωνιών) διότι Εκκλησία=Κοινωνία (και τούμπαλιν). Δηλ μια ταυτόχρονα «πλουραλιστική»  αλλά και «κοινωνούσα» πραγματι­κότητα. Πράγμα που σημαίνει ΠΟΛΛΕΣ «Εκκλησίες» αλλά βρισκόμενες σε ΜΙΑ «Κοινωνία» Εκκλησιών γύρω από ένα ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.

1.4 Αυτό ισχύει (ή θα έπρεπε να ισχύει) σε διάφορα επίπεδα: από το μητροπολιτικό και πατριαρχικό επί­πεδο έως το παγκόσμιο. Θα πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι αντίθετα από ότι πιστεύεται σήμερα, στην Ορθοδοξία η «κοινωνία» των Εκκλησιών, ως γεγονός που λαμβάνει χώρα μεταξύ τους –αλλά όχι «άτακτα» (χωρίς «τάξη» κοινωνίας), ούτε «άναρχα» (χωρίς «αρχή» κοινωνίας) όπως θα δούμε–, είναι οντολογική για την Εκκλησία. Η "τάξις" κοινωνίας είναι οντολογική και όχι απλώς "κανονική" !! Αφορά στο ίδιο το «είναι» της Εκκλησίας, όχι απλώς στην περισσότερο ή λιγότερο εύρυθμη λειτουργία της («ευ είναι»)[3]. Η «κοινωνία» (η «τάξη» της, η «αρχή» της και ο «πρώτος» της) ανήκει συνεπώς στην καρδιά της ίδιας της εκκλησιολογίας και όχι απλώς στην περιφέρειά της, στο κανονικό δίκαιο. Και ανήκει τόσο όσο ανήκει και η «ευχαριστία» (ο «επίσκοπος» και η «κοινότητα»). Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο !! Εδώ έγκειται νομίζω μια βασική διαφορά μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων στην εκκλησιολογία.

1.5 Για την Ορθοδοξία το «παγκόσμιο κέντρο κοινωνίας και ενότητας» στην Ιστορία είναι –ή μάλλον θα έπρεπε να είναι σήμερα– ο Κωνσταντινουπόλεως (ο πρώτος επίσκο­πος της Ορθοδοξίας) όπως για την Παγκόσμια Εκκλησία είναι ο Ρώμης (ο πρώτος επίσκοπος της Χριστιανοσύνης).

1.6 Χωρίς «κέντρο κοινωνίας και ενότητας» στην Ιστορία (όχι στα Έσχατα) οι «πολλές» Εκκλησίες δεν είναι πραγματικά ούτε «κοινωνούσες» (επί τω αυτώ) Εκκλησίες ούτε «μια» (εν Χριστώ) Εκκλησία [Διότι η εσχατολογική κοινωνία και ενότητά τους πρέπει να εκφράζεται και ιστορικά]. Είναι απλώς «πολλές παράλληλες» Εκκλησίες που δεν συμπίπτουν σε μια ενότητα κοινωνίας στην Ιστορία λόγω έλλειψης κέντρου κοινωνιακής ενότητας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στις Ορθόδοξες πατριαρχικές και αυτο­κέφαλες Εκκλησίες –απουσία του αυτοκρατορικού κέντρου– διότι οι Ορθόδοξοι αφενός υποτιμούν την Ιστορία έναντι του Εσχάτου (με έναν διάχυτο υπερεσχατολογισμό) και αφετέρου αρνούνται να αναγνωρίσουν στον Κωνστα­ντινουπόλεως το παγκόσμιο κέντρο κοινωνίας και ενότητας της «ορθόδοξης Εκκλησίας» (θα επανέλθω ως προς την έκφραση)  στην Ιστο­ρία. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα ποιο θα μπορούσε να είναι (α) το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της άρ­νησης και (β) οι ιστορικές αφετηρίες του.

2.1 Η «Εκκλησία» είναι ταυτόχρονα «μυστήριο» και «εμπειρική πραγματικότητα». Ή με άλλα λόγια είναι «Λειτουργική» (ευχαριστιακή) πραγματικότητα αλλά και «Ιστορική» (κοινωνιακή) πραγματικότητα. Όχι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Κάτι σαν πραγματικότητα με δυο όψεις. Μεταξύ «ευχαριστιακού μυστηρίου» και «ιστορικής κοινωνίας» της Εκκλησίας, δηλ. μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστορίας», δεν επιτρέπεται σε μια καθ'ολικού τύπου εκκλησιολογία ούτε διάζευξη, ούτε σύγχυση, αλλά διαλεκτική διαπλοκή (ας το πούμε με αυτόν τον τρόπο).

Έτσι γύρω από τους επισκόπους –τους κατεξοχήν λειτουργούς της ευχαριστίας και συντονιστές της κοινωνίας σε διάφορα επίπεδα (όπως θα όφειλαν να είναι)– οι χριστιανικές κοινότητες συνίστανται –ή θα έπρεπε να συνίστανται– ως Εκκλησία Εκκλησιών, δηλ. ως «ευχαριστιακό μυστήριο» αλλά και ως «κοινω­νιακή πραγματικότητα» στην Ιστορία. Αυτό ισχύει (θα έπρεπε) όχι μόνο σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο (δηλ. επισκοπικό και πατριαρχικό, για να το πούμε πιο απλά) αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και εδώ, στο τελευταίο επίπεδο, έχουμε πρόβλημα στην Ορθοδοξία, κατά την μετα-αυτοκρατορική τουλάχιστον περίοδο για τους λόγους που προανέφερα: απουσίας του αυτοκρατορικού κέντρου και υπερεσχατολογισμού (υποτίμησης της Ιστορίας έναντι του Εσχάτου). 

2.2 Δυστυχώς στην κρατούσα ορθόδοξη εκκλησιολογία, επειδή αποδεσμεύουμε (κακώς), αντί να τα διαπλέκουμε μυστηριακά εν Χριστώ, την «Λειτουργία» από την «Ιστορία» και τούμπαλιν, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τελικά την αντιπαράθεση του μετα-ιστορικού και του ιστορικού, της Εσχατολογίας και της Ιστορίας. Λόγω της αποδέσμευσης  και ελλείψει διαπλοκής λέμε ότι η Εκκλησία είναι ΕΥΧΑΡΙ­ΣΤΙΑΚΗ (και συνοδική) πραγματικότητα (ότι δηλ. θεμελιώνεται στην ευχαριστία υπό τον επίσκοπο, στη Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ) – εξ΄ου και το όνομα «ευχαριστιακή και συνοδική εκκλησιολογία». Αλλά δεν λέμε επίσης, όπως θα έπρεπε να λέμε αν δεν αποδεσμεύαμε Λειτουργία και Ιστορία, ότι είναι επιπρόσθετα ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα μέσα στην ΙΣΤΟΡΙΑ. Ακριβώς στη βάση αυτής της αποδέσμευσης (και τελικά αντιπαράθεσης) μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστορίας» –που τη θεωρώ μοιραία στις εκκλησιολογικές επιπτώσεις της– έχουμε μια «ευχαριστιακή» θεώρηση των Εκκλησιών (πανοραμικής συνύπαρξης και συνοδικής έκφρασης) αλλά όχι μια «ευχαριστι­ακή-και-κοινωνιακή» εκκλησιολογία (σχεσιακής συνύπαρξης) !

Με τον τρόπο αυτόν της μονοδιάστατης κατά τη γνώμη μου εκκλησιολογίας, η κάθε υπό τον επίσκοπο Εκκλησία (τοπική και υπερτοπική, πατριαρχική και αυτοκέφαλη) είναι ουσιαστικά όχι μόνον αυτόνομη αλλά και παράλληλη (ασύμπτωτη) προς τις άλλες ανάλογες Εκκλησίες στην Ιστορία καθότι, όπως (κακώς) νομίζουμε, οι Εκκλη­σίες «αναδύονται» ως Εκκλησίες παράλληλα και «άναρχα» – χωρίς «αρχή» και «τάξη» κοινωνίας– με φόντο την κοινή Θ. Λειτουργία (λειτουργισμός)[4] !

Ότι ισχύει  για τις τοπικές Εκκλησίες, ισχύει ουσιαστικά και για τις υπερτοπικές (πατριαρχικές ή αυτοκέφαλες) Εκκλησίες (υπό τους πατριάρχες ή αρχιεπισκόπους) με τα αντίστοιχα συνοδικά συστήματά τους. Τα συνοδικά αυτά συστήματα των παράλληλων και ασύμπτωτων υπερτοπικών Εκκλησιών είναι «κλειστά» συστήματα, αυτάρκη και αναδιπλωμένα το καθένα στον εαυτό του, και λει­τουργούν εν παραλλήλω το καθένα προς τα άλλα σαν αναδιπλωμένες στον εαυτό τους σύνοδοι. Αυτό το φαινόμενο τι ονομάζω «πανοραμικό συνοδισμό» και όχι «κοινωνιακή συνοδικότητα». Άλλο το ένα και άλλο το άλλο, μην τα μπερδεύουμε.

Το αποτέλεσμα αυτού του «λειτουργισμού» και του αντίστοιχου «συνοδισμού» στην τρέχουσα ορθόδοξη εκ­κλησιολογία, στην «πανοραμικά» και «άναρχα» ευχαριστιακή και συνοδική μεν αλλά όχι και κοινωνιακή εκκλησιολογία –στη βάση όπως είπαμε της προϋποτιθέμενης (κακώς) αποδέ­σμευσης μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστορίας», ευχαριστίας και κοινωνίας (λόγω υπερεσχατολογισμού)– είναι να υποτιμούμε συνεχώς την μυστηριακή και εκκλησι­ολογική σημασία της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ των Εκκλησιών στην Ιστορία και να δίνουμε στην Κοινωνία μια σημασία απλώς «κανονικής ευταξίας» συγχέοντας τα ασύγχυτα: το «συνοδικό» και το «κοινωνιακό». Παρελκόμενο αυτού του πράγματος είναι να εξοβελίζουμε την «κοινωνία» των Εκκλησιών από την εκκλησι­ολογία (την μυστηριολογική εκκλησιολογία) στο κανονικό δίκαιο! Με δεδομένη την λανθασμένη προϋπόθεση της διάζευξης «Λειτουργίας» και «Ιστορίας» και της σύγχυσης μεταξύ «συνοδικού» και «κοινωνιακού» αυτό είναι κατανοητό.

2.3 Όμως, όσο η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ της «κατά τόπους» Εκκλησίας (και ο "τοπικός" επίσκοπός της) ανήκει στο «εί­ναι» της Εκκλησίας άλλο τόσο και η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ των «ανά την οικουμένη»  Εκκλησιών (και ο "πρώτος" των επισκόπων της) ανήκει επίσης στο «είναι» της Εκκλησίας !! Δεν ισχύει –όπως λέμε σήμερα στην κρατούσα ορθόδοξη εκκλησιολογία– ότι η μεν τοπική ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (και ο επίσκοπός της) ανήκει στο «ΕΙΝΑΙ» της Εκκλησίας (με αναφορά στην εκκλησιολογία) η δε οικουμενική ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (και ο πρώτος των επισκόπων της) στο «ΕΥ ΕΙΝΑΙ» της Εκκλησίας (με αναφορά στο κανονικό δίκαιο). Και το λέμε ακριβώς κατά τη γνώμη μου διότι συγχέουμε το «κοινωνιακό» με το «συνοδικό». Αυτή η διάζευξη μυστηριολογικής εκκλησιολογίας και κανονικού δικαίου είναι αντίστοιχη των διαζεύξεων μεταξύ μετα-ιστορίας και ιστορίας, μεταξύ Λειτουργίας και Κοινωνίας στην Ιστορία. Ακολουθούν την ίδια λογική που πιστεύω ότι είναι λανθασμένη (αν και δυστυχώς παραδοσιακή).

Αυτό είναι κατά την ταπεινή μου άποψη ένα μοιραίο λάθος και εμφανίζει, στα μάτια μου τουλάχιστον, την τρέχουσα εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας ως μονόπλευρη και αποσπασματική, όχι ως "καθ'ολική". Διότι η εκκλησιολογία αυτή είναι απλώς «ευχαριστιακή» (και συνοδική) αλλά όχι επίσης και «κοινωνιακή». Για τη συγκρότηση της Εκκλησίας ως «Εκκλησίας» στην Ιστορία (όχι στους ουρανούς !!!) είναι συστατική –το πιστεύω ακράδαντα– όχι μόνο η επισκοπική ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ (γύρω από τον «τοπικό» επίσκοπο), δηλ. η «ευχαριστιακή υπό­σταση» της Εκκλησίας, αλλά και η επισκοπική ΚΟΙΝΩΝΙΑ των Εκκλησιών και Ευχαριστιών (γύρω από τον «πρώτο» σε παγκόσμιο επίπεδο επίσκοπο), η «κοινωνιακή έκσταση» της Εκκλησίας. «Ευχαρι­στιακή υπόσταση» και «κοινωνιακή έκσταση» της Εκκλησίας στην Ιστορία πρέπει να συμβαδί­ζουν, δηλ. να διαπλέκονται προσωπόμορφα, σε μια ισορροπημένη και «καθ'ολική» (όχι αποσπασμα­τική) εκκλησιολογία.

2.4 Την μυστηριακά εκκλησιολογική (και όχι απλώς κανονική) σημασία της «κοινωνίας» και της «καθολικότητας» η Ορθοδοξία δεν την έμαθε ποτέ νομίζω, διότι από τον 4ο αι. ήταν μια ουσιαστικά ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ στη σύσταση και αυτοκατανόησή της Εκκλησία (Εκκλησία Πατριαρχείων). Στο πλαίσιο αυτό η επισκοπική ΚΟΙΝΩΝΙΑ των Εκκλησιών στην «αυτοκρατο­ρική Οικουμένη» γινόταν με πραγματικό κέντρο τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως «τοποτηρητή» του Χριστού και ορατή «εικόνα» του (σε πλατωνικό πλαίσιο), σύμφωνα με την πολιτική ιδεολογία του Ευσέβιου Καισαρείας. Έτσι, ενώ η «ευχαριστιακή υπόσταση» της Εκκλησίας παρέμεινε μυστηριολογική (όπως στην προ-αυτοκρατορική περίοδο των διωγμών), η «κοινωνιακή έκστασή» της έγινε πλέον θρησκειοπολιτική (όχι μυστηριολογική) ! Και εδώ ακριβώς δημιουργείται για την εκκλησιολογία μέγιστο πρόβλημα ουσιαστικής εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.

Στη Δύση βέβαια τα πράγματα ήταν ανέκαθεν διαφορετικά, όπως τεκμηριώνεται ξεκάθαρα ειδικά από τον 5ο αι. κε. (πάπες Ιννοκέντιος Α’, Λέων Α΄, Γελάσιος) όπου η σύσταση και αυτοκα­τανόηση της Εκκλησίας ως κοινωνίας Εκκλησιών ήταν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ (πε­τρίνεια). Η αντίληψη της εκκλησιαστικής «κοινωνίας», της «κοινωνιακής διάστα­σης» της Εκκλησίας και του πλαισίου της, σε Ανατολή και Δύση,  ήταν διαφορετικά: «αυτοκρατορικό-θρησκειοπολι­τικό» πλαίσιο κοινωνίας στην Ανατολή σε κοσμική βάση, «αποστολικό-πετρίνειο» πλαίσιο κοινωνίας στη Δύση, σε εκκλησιακή βάση.

Η «κοινωνιακότητα» και η «καθολικότητα» της «Εκκλησίας Εκκλησιών» (Una Sancta) σε Ανατολή και Δύση εξελίχθηκαν, με την πάροδο των αιώνων, προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εν τέλει, με την σταδιακή αποδέσμευση της χριστιανικής Δύσης από την Βυζαντινή αυτοκρατορία, το «θρησκειοπολιτικό» και «αυτοκρατορικό» πλαίσιο της ανατολι­κής Εκκλησίας (και της κοινωνίας των ανατολικών Πατριαρχείων) από τη μια μεριά, και το «εκκλησιο-απο­στολικό» και «πετρίνειο» πλαίσιο της δυτικής Εκκλησίας (και της κοινωνίας των τοπικών δυτικών Εκκλησιών) από την άλλη, συγκρούστηκαν μετωπικά μεταξύ τους ενώ πιο πριν βρίσκονταν σε μια εύθραυστη ισορροπία. Σε αυτό πρωτεργάτες ήταν δυστυχώς οι Φράγκοι (8ος αι.). Βυζάντιο και Ρώμη, Αυτοκράτορας και Πάπας συγκρούστηκαν για πολιτικούς κυρίως λόγους (με εκατέρωθεν θεολογικά προσχήματα) σε ένα συνεχές crescendo με βασική αιτία την ανάδυση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου στη Δύση. Όσο κι αν αυτό ήταν ιστορικά τραγικό συνέβαλε να φανούν ξεκάθαρα οι εκατέρωθεν διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και προϋποθέσεις.

2.5 Η βασική διαφορά, με λίγα λόγια, στην αυτοκατανόηση της σχέσης της Εκκλη­σίας και Αυτοκρατορίας ή αν θέλουμε «Μυστηρίου» και «Ιστορίας», σε Ανατολή και Δύση, από τον 4ο-8ο αι., θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: εκατέρωθεν η Εκκλησία ήταν «Μυστήριο», αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Αλλά η σχέση του «Μυστηρίου» αυτού με την «Ιστορία» ήταν διαφορετική. Στην οπτική γωνία της Χριστιανικής Ανατολής είχαμε μια Εκκλησία ΤΗΣ αυτοκρατορίας όπου η εκ­κλησιαστική κοινωνία είχε θρησκειοπολιτική και «οικουμενική» βάση και πλαίσιο. Αντίθετα στη Χριστιανική Δύση είχαμε μια Εκκλησία ΣΤΗΝ αυτοκρατορία όπου η εκκλησιαστική κοινωνία είχε εκκλησιοαποστολική και «πετρίνεια» βάση και πλαίσιο. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας (και σήμερα Εκκλησίας και Πολιτείας) σε Ανατολή και Δύση ήταν από την αρχή αντίστροφες ! Πράγμα που παρατηρούμε ξεκάθαρα στις μέρες μας και αυτό δεν πρέπει διόλου να παραγνωρίζεται και μάλιστα εκ συστήματος. Είναι πιθανόν η ανατολική διάζευξη μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστο­ρίας» (και a contrario η δυτική διαλεκτική) να μην είναι διόλου άσχετη με τα παραπάνω. Διατυπώνω απλά μια υπόθεση.

2.6 Μετά την ιστορική αυτή παρέκβαση επιστρέφουμε πάλι στην εκκλησιολογία. Δεν μπορεί η Εκκλησία να είναι και να θεωρείται ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ (γύρω από τον τοπικό επίσκοπο) χωρίς ταυτόχρονα να είναι ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ (γύρω από τον πρώτο επίσκοπο). Και δεν μπορεί επίσης το ευχαριστιακό να είναι συστατικό της “εκκλησιακότητας” (του «είναι εκκλησία») της Εκκλησίας ενώ το κοινωνιακό να μην είναι, και να είναι απλώς χαρακτηριστικό της “ευταξίας” της στην Ιστορία (εντός της αυτοκρατορικής «οικουμένης»)! Εκτός μιας αυτοκρατορικής «οικουμένης», όπως σήμερα, τι γίνεται ;

Η σημερινή ορθόδοξη εκκλησιολογία, επειδή αναγνωρίζει μόνον το «ευχαριστιακό» χαρακτηριστικό της Εκκλησίας ως συστατικό αλλά όχι ταυτόχρονα και το «κοινωνι­ακό» χαρακτηριστικό της –όπως θα όφειλε κατά την ταπεινή μου άποψη– είναι με μία λέξη κολοβή καθότι μονόπλευρη ! Αυτός είναι ο λάθος εκκλησιολογικός δρόμος, της μετα-αυτοκρατορικής τουλάχιστον Ορθοδοξίας. Και οι αφετηρίες του είναι νομίζω κυρίως ιστορικές, όπως υπαινίχτηκα παραπάνω, αλλά ενδεχομένως και Λειτουργικές. Αναφέρομαι σε μια αποκλειστικά μετα-ιστορική αντίληψη της Θ. Λειτουργίας σε διάζευξη προς την Ιστορία. Αλλά το θέμα του «λειτουργισμού» και της απουσίας διαλεκτικής σχέσης Εσχάτων και Ιστορίας στην «Ιστορία» (όχι στη «Λειτουργία») δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εδώ. Χρειάζεται άλλο σημείωμα.

3. Το αποτέλεσμα αυτής της κολοβής εκκλησιολογίας και πράξης, της μονόπλευρα ευχαριστιακής, είναι να έχουμε σήμερα –μετα-αυτοκρατορικά– απλώς ΠΟΛΛΕΣ «Ορθόδοξες Εκκλησίες» σε «ευχα­ριστιακή» επισκοπική βάση και «πολιτισμο-εθνικό» πλαίσιο η καθεμία αλλά όχι ΤΑΥΤΟ­ΧΡΟΝΑ και ΜΙΑ «Ορθόδοξη Εκκλησία» σε «ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή» βάση και πλαίσιο. Να έχουμε δηλ. (θεωρητικά μιλώντας) μια ευχαριστιακή εκκλησιολογία αλλά όχι μια ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή εκκλησιολογία. Λέω «θεωρητικά μιλώντας» διότι μόνον θεωρητικά οι σημερινές Ορθόδοξες Εκκλησίες (πατριαρχικές και αυτο­κέφαλες) έχουν «ευχαριστιακή» επισκοπική βάση και πλαίσιο (ευχαριστιακή εκκλη­σιολογία). Στην πραγματικότητα το πλαίσιό τους είναι εκ των πραγμάτων πολιτι­σμικό και πολιτικό (μετα-αυτοκρατορική εθναρχική εκκλησιολογία), όχι ευχαριστι­ακό και ευρύτερα μυστηριακό. Τα λέω αυτά γνωρίζοντας καλά τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει το σημείωμά μου. Αλλά το να αναγνωρίζουμε τον λάθος δρόμο μας είναι τιμή, το να κλείνουμε τα μάτια σε αυτόν και να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αυτοδικαιωθούμε και να πούμε ότι καλώς ήταν τα πράγματα όπως ήταν (στο Βυζάντιο) είναι πρόβλημα.

Εξαίρεση κατά κάποιον τρόπο στην παραπάνω κατάσταση θα μπορούσε ενδεχομένως –και θα όφειλε– να αποτελεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επί τη βάση όμως μιας διάκρισης, του Κωνσταντινουπόλεως ως «πατριάρχου» (ενός εκ των πατριαρχείων) και ως «πρώ­του επισκόπου» (ή επισκόπου της πρώτης επισκοπικής έδρας της Ορθοδοξίας). Δυο διαφορετικοί εκκλησιαστικοί ρόλοι που θα έπρεπε να είναι διακριτοί.

3.1 Για όλους αυτούς τους εκκλησιολογικούς λόγους είναι φυσικό να μην υπάρχει κανείς σήμερα που να είναι εξουσιοδοτημένος να προΐσταται και να μεριμνά για την εκ­κλησιαστική κοινωνία (ευχαριστιακού τύπου και όχι πολιτισμικού ή πολιτικού τύ­που, ενν.) σε παγκόσμιο επίπεδο, και να μιλάει αυθεντικά όταν χρειάζεται εξ ονό­ματος ΟΛΗΣ της Ορθοδοξίας. Και τούτο διότι η ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως έχει σήμερα, όντας μονόπλευρη και κολοβή, ούτε το προβλέπει ούτε το θεμελιώνει θεολογικά. Έτσι δεν υπάρχει στην πράξη, μέσα στην Ιστορία, ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ, ΜΙΑ «Ορθόδοξη Εκκλησία» αλλά μόνο ΠΟΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΚΑΙ ΑΣΥΜΠΤΩΤΕΣ «Ορθό­δοξες Εκκλησίες» (πατριαρχικές και αυτοκέφαλες) που «συν-υπάρχουν» ιδεατά, όπως είπαμε, στον «ορίζοντα της Θ. Λειτουργίας». Αλλά πέραν της Θ. Λειτουργίας, στην Ιστορία δηλαδή –απουσία πλέον του αυτοκρατορικού κέντρου κοινωνίας– οι Εκκλη­σίες αυτές συνήθως «συν-υπάρχουν» ως ανταγωνιστικές, ασυνεννόητες και ακοινώνητες «Ορθόδοξες Εκκλησίες» με πολιτισμικά, πολιτικά και εθνικά πλαίσια και χρώματα. Δεν είναι παράξενο.

Και το δράμα δυστυχώς είναι ότι, λόγω ακριβώς του διαζυγίου που προανέφερα μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστορίας», οι Ορθόδοξες Εκκλησίες «συν-υπάρχουν» τοις πράγμασι μέσα στην Ιστορία, όχι σε ευχαριστιακή και ευρύτερα μυστηριακή βάση, θεμέλιο και πλαίσιο (όπως στη Λειτουργία) αλλά σε πολιτισμική και εθνική ή πολιτική βάση και πλαίσιο. Δηλ. συν-υπάρχουν  «πανοραμικά» και ασύμπτωτα, όχι σαν ευχαριστιακές και κοινωνιακές «μυστηριακές πραγματικότητες» αλλά σαν πολιτικές και εθνικές «μετα-αυτοκρατορικές πραγματικότητες», δηλ. εκκοσμικευμένα. Η ευχαριστιακή, και ευρύτερα η μυστηριακή βάση, το θεμέλιο και πλαίσιο των Εκκλησιών ανήκει δυστυχώς μόνο στη Λειτουργία αλλά όχι και στην Ιστορία. Ανήκει μόνο στην εκ­κλησιολογική θεωρία αν θέλουμε αλλά όχι και στην εκκλησιαστική πράξη, όπως το είδαμε δυστυχώς στην Κρήτη παρ’ όλες τις τιτάνιες προσπάθειες που κατεβλήθη­σαν. Και αυτή η κατάσταση, πέραν των εκκλησιαστικών προβλημάτων που δημι­ουργεί, σε διορθόδοξο και διαχριστιανικό επίπεδο, είναι μια εκκλησιολογική και εκ­κλησιαστική τραγωδία (για να μην πούμε σχιζοφρένεια) για την Ορθοδοξία !

4. Λίγα λόγια τώρα ως προς αυτό που θα λέγαμε η «επίσημη θέση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Επειδή η καθεμία από τις παράλληλες και ασύμπτωτες «Ορθόδοξες Εκκλησίες» είναι αυτόνομη και ανε­ξάρτητη θα μπορούσε ενδεχομένως ως τέτοια να διατυπώσει την δική της επί­σημη θέση για ένα δεδομένο θέμα (λ.χ. η επίσημη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για την Κοινωνική Διδασκαλία). Αλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να έχουμε την «επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (που όλοι ζητούν), διότι όπως είπαμε η τελευταία δεν υπάρχει εμπειρικά. Υπάρχει μόνο δυνάμει, με την κρατούσα εκκλη­σιολογία, την απλώς ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ (και ΕΘΝΙΚΗ), αλλά όχι ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ-ΚΑΙ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ! Για τον λόγο αυτό υπάρχει μεν τοις πράγμασι η «Ορθοδοξία» (ως γενική κατηγορία θρησκειο-κοινωνιολογικού τύπου), υπάρχουν επίσης οι «Ορθόδοξες Εκκλησίες» (ως εμπειρικές πραγματικότητες), αλλά δεν υπάρχει η «Ορθόδοξη Εκκλησία» παρά μόνο ως ιδεατή πραγματικότητα (όχι ως εμπειρική πραγματικότητα).

5. Ως προς την «εκκλησιαστική αυθεντία» στην Εκκλησία (Magisterium): Στην Ορθοδοξία υπάρχουν μεν ΜΝΗΜΕΙΑ εκκλησιαστικής αυθεντίας του παρελθόντος (λ.χ. Σύμβολο πίστεως, Οικουμενικές Σύνοδοι) αλλά δεν υπάρχει ΕΝΕΡΓΗ εκκλησιαστική αυθεντία αδιάκοπα στο εκάστοτε παρόν. Και δεν υπάρχει στο εκάστοτε "σήμερα" ΕΝΕΡΓΗ εκκλησιαστική ΑΥΘΕΝΤΙΑ διότι δεν υπάρχει ΕΝΕΡΓΗ εκκλη­σιαστική ΚΟΙΝΩΝΙΑ με ΚΕΝΤΡΟ κοινωνίας των πατριαρχικών και αυτονόμων Εκ­κλησιών (απουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα) που θα μπορούσε να εκφράζει ξεκάθαρα την Ορθόδοξη άποψη. Υπάρχει μόνο «κανονική τάξις» των Εκκλησιών (βλ. κανονικό δίκαιο), όχι όμως «κοινωνιακή τάξις», δηλ. τάξις της κοινωνίας των Εκκλησιών (βλ. εκκλησιολογία) και μάλιστα κατά τρόπο mutatis mutandis ανάλογο προς την τάξη κοινωνίας των τριαδικών προσώπων με «αρχή» τον Πατέρα (βλ. τριαδολογία). Αλλά το θέμα αυτό επίσης χρειάζεται συμπληρωματικό Ση­μείωμα[5].

5.1 Το εκκλησιολογικό στάτους συνεπώς της σημερινής Ορθοδοξίας είναι ο «συνοδι­σμός», δηλ. ένα είδος συνομοσπονδίας εθνικών Εκκλησιών στην Ιστορία (αλλά σε ευχαριστιακή βάση και κοινά δόγματα στη Λειτουργία), και τίποτε άλλο δυστυχώς. Και αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα τόσο στις μεταξύ των Ορθοδόξων σχέ­σεις όσο στον Διαχριστιανικό διάλογο. Απουσία ΕΝΕΡΓΟΥ συντονιστικού κέντρου κοινωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν ξέρουν οι μη-Ορθόδοξοι με ποιά από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες θα πρέπει να συζητήσουν. Διότι, λόγω διάχυτου εκκλησιακού “πανο­ραμισμού”, η “αρχή” και η “τάξις” στην εκκλησιολογία (όπως και δυστυχώς και στην τριαδολογία) κατέληξε να είναι “ψιλό γράμμα” χωρίς ΜΥΣΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ πε­ριεχόμενο !!!

6. Το συμπέρασμα όλων αυτών –σήμερα, στην μεταβυζαντινή Ορθοδοξία, μετά την Κρήτη– είναι :

(α) η μονόπλευρα ευχαριστιακή εκκλησιολογία (στη βάση της μοιραίας διάζευξης Λειτουργίας και Ιστορίας) που αφήνει ανοικτή την πόρτα για εκκλησιαστικούς εθνι­κισμούς,

(β) η απουσία κέντρου ενότητας και αυθεντίας στην εκπροσώπηση της σύνολης Ορθοδοξίας (λόγω «πανοραμικής», δηλ. «άναρχης» εκκλησιολογίας) και

(γ) η απουσία πραγματικής «συν-οδικότητας» (συν-οδεύω, περπατάω μαζί) των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ιστορία.

Ας (προσ)ευχηθούμε η κατάσταση αυτή να αλλάξει –αν μη τι άλλο στον εκκλησιολο­γικό προβληματισμό της σύγχρονης Ορθοδοξίας– για να αναγνωριστεί στον Κωνστα­ντινουπόλεως το «πρωτείο διακονίας, εκπροσώπησης και συντονισμού» της σύνο­λης Ορθοδοξίας στην Ιστορία – έπειτα βεβαίως από ριζική αναθεώρηση των βάσεων της σημερινής εκκλησιολογίας, λειτουργικών αλλά και ιστορικών. Διότι αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν υπάρχει εδώ και αιώνες ούτε αυτοκρατορικό κέντρο της βυζαντινής «οικουμένης» (=αυτοκρατορίας). Και τις εκκλησια­στικές αρμοδιότητές του (όχι βέβαια τις πολιτικές !!!) κάποιος πρέπει να τις αναλά­βει. Και θα είναι ευτύχημα για την Ορθοδοξία να τις αναλάβει «επίσκοπος» (ο «πρώτος επίσκοπος») και όχι «πολιτικός άνδρας» όπως στην εποχή του Βυζαντίου.

Όσο για τους σημερινούς εκκλησιαστικούς εθνικισμούς δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα αν δεν αναμορφώσουμε ριζικά (και χριστιανικά, όχι διεθνιστικά) την εκκλησιο­λογία, αίροντας καταρχάς τη διάζευξη μεταξύ «Λειτουργίας» και «Ιστορίας» και κά­νοντας την ορθόδοξη εκκλησιολογία «ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή», με «αρχή» στην τάξη της ευχαριστιακής-εκκλησιακής κοινωνίας (όχι της πολιτισμικής ή εθνικής) μέσα στην Ιστορία τον «πρώτο επίσκοπο», ως πρώτη (αλλά όχι μόνη) εικόνα του Χριστού ... Διότι ο αυτοκράτορας, επαναλαμβάνω, ως «επίσκοπος των εκτός» εξέλειψε δια παντός και η «πολιτική ιδεολογία» του Ευσεβίου Καισαρείας μαζί με την «αυτοκρατορική εκκλησιολογία», την θρησκειοπολιτική που υποθήκευσε στο Βυ­ζάντιο, έδυσε μαζί του. Αυτά είναι αποφασιστικά δεδομένα που δεν μπορούμε να μην τα λαμβάνουμε υπόψη στη σύγχρονη ορθόδοξη εκκλησιολογία όσο κι αν μας πέφτει βαρύ. Παρεκτός αν θέλουμε την Εκκλησία σχιζοφρενική: «μυστηριο-ευχαριστιακή» μέσα στη «Λειτουργία» και «πολιτισμο-εθνικιστική» μέσα στην «Ιστορία».




[1] Ξεκινώ από την παραδοχή ότι η «αλήθεια» και η «εκκλησιακότητα» της Εκκλησίας δεν είναι ούτε αξιωματικά δεδομένη ούτε ταυτολογικά αυτονόητη. Για να είναι «Εκκλησία» μια χριστιανική θρησκευτική κοινότητα υπάρχουν προϋποθέσεις που θα εκτεθούν στη συνέχεια. Διότι η «Εκκλησία» για να είναι τέτοια σημαίνει ότι δεν είναι ούτε οντολογικά αυτοαναφορική ούτε αυτοαναφερόμενη. Δηλ. δεν είναι πάντα ό,τι δηλώνει …
[2] Το βασικό θεολογικό ερώτημα εδώ αφορά στο είδος της «εκκλησιολογικής εντοπιότητας», τόσο των «πολλών» κατά τόπους Εκκλησιών όσο και της «μιας» ανά τον κόσμο Εκκλησίας, στο οποίο θα επανέλθω καταληκτικά. Πρόκειται άραγε απλώς για «φυσική εντοπιότητα» (γεωγραφική) ή για εντοπιότητα άλλου είδους (μυστηριακή); Διότι η Εκκλησία είναι από τη φύση της πάντα «παρεπίδημη» στον κόσμο και «καθ’οδόν» προς την Βασιλεία.
[3] Το ζήτημα της «αρχής» της ενότητας της «μιας» Εκκλησίας εγγράφεται πάντα μέσα σε πλαίσιο «κοινωνίας» των «πολλών» Εκκλησιών. Πρόκειται για την «αρχή» της «κοινωνίας», δηλ. της «κοινωνιακής ενότητας» (ή ενότητας κοινωνίας) και όχι της μονολιθικής και «αριθμητικής ενικότητας» των Εκκλησιών. «Μια Εκκλησία» σημαίνει πάντα «μια κοινωνία Εκκλησιών» και η «μοναδικότητα» αυτής της κοινωνίας υπονοεί μια «αρχή» κοινωνίας-ενότητας (των Εκκλησιών).
[4] Λειτουργισμός σημαίνει «η Λειτουργία για τη Λειτουργία». Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε τώρα στο θέμα της παράλληλης ανάδυσης και συν-ύπαρξης των Εκκλησιών με φόντο-ορίζοντα την «κοινή Θ. Λειτουργία» (λειτουργισμός), έχουμε στην πραγματικότητα μια ΑΝΑΡΧΑ «πανοραμική» εκκλησιολογία –χωρίς «αρχή» και «τάξη» κοινωνίας (συνοδισμός)– η οποία θυμίζει εντυπωσιακά μια αντίστοιχα ΑΝΑΡΧΑ «πα-νοραμική» τριαδολογία, ευρέως διαδεδομένη σήμερα και στην Ορθοδοξία (παρά τους Καππαδόκες !!!), όπου τα τριαδικά πρόσωπα θεωρούνται ότι αναδύονται και συν-υπάρχουν εν παραλλήλω με φόντο-ορίζοντα την «κοινή θεία ουσία» (κοινωνισμός). Με το όρο «λειτουργισμό» εννοούμε μια αντίληψη της Λειτουργίας αυτάρκη και κλειστή στον εαυτό της (στο μετα-ιστορικό) και όχι ανοιχτή στην ιστορία. Αντίστοιχοι είναι και οι όροι «συνοδισμός» και «κοινωνισμός».
[5] Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι η ανά την οικουμένη Εκκλησία είναι (ή οφείλει να είναι) εικόνα της αγίας Τριάδος, πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι έχουμε χάσει εντελώς την έννοια της «αρχής», της «τάξης» και της «διαβάθμισης αιτιότητας κοινωνίας» : τόσο στην τριαδολογία όσο και στην εκκλησιολογία (και δεν είναι τυχαίο). Στην «άναρχη» πανοραμική τριαδολογία ενός ισοπεδωτικού «κοινωνισμού» -μιας «κοινωνίας» άτακτης και αναδιπλωμένης στον εαυτό της- αντιστοιχεί η «άναρχη» πανοραμική εκκλησιολογία ενός ισοπεδωτικού «συνοδισμού» (konziliarismus). Τριαδολογικός «κοινωνισμός» και εκκλησιολογικός «συνοδισμός αντανακλώνται δυστυχώς τέλεια. Διότι η «αρχή και η «τάξις», η «κοινωνία» και η «κοινωνιακότητα» ανήκει στο esse (και όχι απλώς στο bene esse) της Εκκλησίας στην Ιστορία επειδή ανήκει στο esse του τριαδικού Θεού στην αιωνιότητα ! Και σε αυτό το τριαδικό esse η ανά την οικουμένη Εκκλησία μετέχει και αυτό το τριαδικό esse οφείλει να αποκαλύπτει στην Ιστορία.








 
 


Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών

Η ερωτική επιθυμία των ανθρώπων: σε εσχατοκρατική vs ιστοριοκρατική προσέγγιση