Κρατικός θεός ή «είδωλο της αγνότητας»;


Κρατικός θεός ή «είδωλο της αγνότητας»;

Το Βήμα, 12/08/2018 05:45 Σιακαντάρης Γιώργος

Κείμενο

«Η κυβέρνηση κατά καιρούς, για επικοινωνιακούς λόγους, φέρνει και μετά ξεχνά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας. Αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται - όχι μόνο από την κυβέρνηση - ως μαγικό κλειδί που αυτομάτως θα ανοίξει τις πύλες της χώρας στην πρόοδο. Με αφορμή τον Δεκαπενταύγουστο, τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, γιορτή ολόκληρης της χριστιανοσύνης, όχι μόνο της Ορθο­δοξίας, ας συλλογιστούμε ορισμένα πράγματα, μια που αυτά καθόλου δεν είναι τόσο απλά και μονοσήμαντα.

Στην Κεντροανατολική Ευρώπη οι εθνικές ταυτότητες σφυρηλατήθηκαν στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος αμφισβήτησης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, συμπεριλαμβανομένης και της Οθωμανικής. Εδώ η αίσθηση εθνικής ταυτότητας και συνείδησης διαμόρφωσε το κράτος, ενώ στη Δυτική Ευρώπη ήταν το κράτος που δι­αμόρφωσε την εθνική συνείδηση. Αυτή η αίσθηση εθνικής ταυτότητας στηρίχθηκε στη θρησκεία και στη γλώσσα ως ταυτοτικά στοιχεία. Και στην Ελλάδα η αίσθηση εθνικής ταυτότητας (θρησκεία - γλώσσα) προϋπήρξε του κράτους. Αυτή η αίσθηση στηρίχθηκε στην Εκκλησία και στους διανοουμένους και όχι στο ανύπαρκτο τότε κράτος. Η Εκκλησία προϋπήρξε του έθνους-κράτους. Συνεπώς αυτό ταυτίστηκε με αυτήν και όχι το αντίθετο. Όποιος αγνοεί τα παραπάνω πέφτει εύκολα θύμα «προο­δευτικών» απλοποιήσεων.

Στη χώρα μας χρειάζεται ένας διπλός διαχωρισμός: της Εκκλησίας από το έθνος-κράτος και της πλουραλιστικής κοινωνίας από την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει τρία κυ­ρίως πράγματα. Κατάργηση της συνταγματικής κατοχύρωσης περί επικρατούσας θρησκείας, όχι στη θρησκειοποίηση της πολιτειακής και πολιτικής ζωής (θρησκευτι­κός όρκος - θρησκευτικές εικόνες σε δημόσιες υπηρεσίες) και όχι στην «εκκοσμί­κευση» της Εκκλησίας (πνεύμα αντί πλούτος και εξουσία).

Το πρώτο και το δεύτερο εντέλλεται να φέρει εις πέρας η Συνταγματική Πολι­τεία. Όσον αφορά το τρίτο, είναι βέβαιο ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να επιστρέψει στην εποχή του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν οι Απόστολοι Παύλος και Ιάκωβος καταδίκα­ζαν τα πλούτη, τις πολυτέλειες και τις υλικές απολαύσεις, ή και τρεις αιώνες αργό­τερα, όταν ο Μέγας Βασίλειος στην «Ομιλία προς τους πλουτούντας» (368 μ.Χ.) ανέφερε πως «αν είχες ενδύσει τον γυμνό, εάν είχες δώσει τον άρτο σου σ' αυτόν που πεινά, εάν η πόρτα σου είχε ανοιχθεί σε κάθε ξένο, εάν είχες γίνει πατέρας των ορφα­νών, εάν συνέπασχες με κάθε αδύνατο, για ποια χρήματα τώρα θα δοκιμάσεις λύπη;».

Αυτή η εποχή έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την κυριαρχία του επίγειου πλούτου και εξουσίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν, παρά τις φι­λότιμες προσπάθειες ορισμένων ιεραρχών. Όσο και να επιδιώκει η Εκκλησία να αντισταθεί στην εκκοσμίκευσή της, συνειδητοποιεί πως - είτε με διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας είτε χωρίς - στον νεωτερικό κόσμο μετατρέπεται σε κρατικό και οικονο­μικό θεσμό.

Μπορεί όμως η Εκκλησία σήμερα να εκφράσει την Πίστη και τη Θεία Χάρη και όχι το έθνος-κράτος; Ναι, αν θέλει να επιστρέψουν οι πιστοί στην πίστη και όχι να εγκλωβίζονται στον μισαλλόδοξο εθνικισμό. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινά η συζή­τηση. Η απεξαρτημένη από το κράτος-έθνος Εκκλησία οφείλει να σκύψει πάνω από την πηγή των οικουμενικών πανανθρώπινων χριστιανικών αρχών, οι οποίες δεν ταυ­τίζονται με κανένα συγκεκριμένο έθνος. Αυτό εξέφρασε με θαυμαστό τρόπο ο Μη­τροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος, ο οποίος, απαντώντας στα κηρύγματα χολής και μίσους του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβροσίου για τα τραγικά θύματα των πυρκαγιών, του είπε πως «δεν είναι αυτός ο Χριστός μας». Η απάντηση του Αλεξαν­δρουπόλεως εκφράζει αυτόν τον χριστιανικό οικουμενισμό. Το ίδιο κάνει με το έργο του και ο Πατήρ Αντώνιος της Κιβωτού του Κόσμου.

Από τη μεριά του ο ρηχός αντικληρικαλισμός είναι ένας εργαλειακός φιλελευθε­ρισμός. Ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα δεν αμφισβητούν την ατομική πίστη, απορρίπτουν μόνο την ταύτιση της οποιασδήποτε θρησκευτικής πίστης με την κο­σμική εξουσία. Όσοι απαξιώνουν την ατομική πίστη στο όνομα του Διαφωτισμού μάλλον δεν ξέρουν «πού πατούν και πού πηγαίνουν». Στο όνομα του Διαφωτισμού μπορούν να μιλούν για την «επίγεια πόλη» και μόνο, την «ουράνια» ας την αφήσουν στην Εκκλησία. Από την αντίθετη πλευρά, τα «χωράφια» της Εκκλησίας οφείλουν να βρίσκονται μόνο στην ουράνια και όχι στην επίγεια εξουσία.

Υπάρχουν δύο διέξοδοι για το θρησκευτικό συναίσθημα. Η μία, η αντιδραστική, είναι αυτή που λέει ότι οι λαοί, τα κράτη, οι Εκκλησίες πρέπει να αναδιπλωθούν και να επιστρέψουν στις παραδόσεις τους και τον εθνικισμό. Αυτό αποτυπώνεται στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Και η άλλη, η προοδευτική-αστική, είναι αυτή που υποστηρί­ζει ότι η επιβίωση του θρησκευτικού συναισθήματος, για όσους το έχουν ανάγκη, εξαρτάται από την αποδέσμευση της Εκκλησίας από το έθνος-κράτος και την επι­στροφή της στα πανανθρώπινα μηνύματα.

Παραθέτω εδώ ένα παράδειγμα αυτής της προοδευτικής-αστικής αντίληψης. Στο περίφημο διήγημα του Στρατή Μυριβήλη με τίτλο «Κάτω από τον άδειο ουρανό» αυ­τός αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η σοφία των ανθρώπων είχε φτάσει τόσο υψηλά, ώστε διαπερνώντας τον καθρέφτη του ουρανού διαπίστωσε πως ο ουρανός ήταν άδειος από Θεό. ΄Εκτοτε «η φρίκη της μοναξιάς περούνιασε την καρδιά των αν­θρώπων... ο ξεπεσμός άπλωνε τη λειχήνα της μούχλας του πάνω στη γη και την περι­τύλιγε από παντού με το μαλακό χνούδι της». Μέχρι που ο Θεός λυπήθηκε τους αν­θρώπους και τους έστειλε το Άστρο Της Αγάπης. Τότε οι άνθρωποι είδαν ότι «Θεός είναι το είδωλο της αγνότητάς μας, κοιταγμένο στον γαλάζιο καθρέφτη του ουρα­νού». Μέσα από αυτό εμφανίστηκε η Γυναίκα-Θεοτόκος, η αιώνια πηγή της αγάπης, κρατώντας τον Θεό-Παιδί. Βεβαίως ένας τέτοιος Θεός «είδωλο της αγνότητας και της αγάπης» είναι πολύ διαφορετικός από τον κρατικό θεό του άρθρου 3 του Συντάγμα­τος και του Καλαβρύτων.

Δεν ενδιαφέρει αν πιστεύει ή όχι κανείς στην αλήθεια τού εξ αποκαλύψεως Θεού ή της επίπλαστης κατά Βολταίρο θρησκείας. Θεωρώ όμως ότι ο Θεός του Μυριβήλη, του Αλεξανδρουπόλεως και του Πατέρα Αντωνίου είναι η Αγνότητα και η Αγάπη. Ή - με τα λόγια πάλι του Βολταίρου (Φιλοσοφικό Λεξικό) - «υπάρχει κάποιος Θεός και αυτός πρέπει να είναι δίκαιος». Η πίστη στον «δίκαιο Θεό» αφορά όλους. Πιστούς, αγνωστικιστές και άθεους, Έλληνες και αλλοδαπούς».


Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.


Σχολιασμός



Η προσέγγιση του Γ. Σιακαντάρη με καλύπτει απόλυτα και μου αρέσει πολύ. Το θέμα όμως –λέω από πλευράς μου– είναι πολύπλοκο γιατί οι προοπτικές είναι δυο – και αντίθετες (της Εκκλησίας / του Κράτους). Ο αρθρογράφος τοποθετείται κυρίως από πλευράς Κράτους. Θα τοποθετηθώ καθαρά από πλευράς Εκκλησίας αλλά με κριτικό τρόπο.

Ο Γ. Σιακαντάρης κάνει λόγο για «διπλό διαχωρισμό: της Εκκλησίας από το έθνος-κράτος και της πλουραλιστικής κοινωνίας από την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει τρία κυρίως πράγματα. Κατάργηση της συνταγματικής κατοχύρωσης περί επικρατούσας θρησκείας, όχι στη θρησκειοποίηση της πολιτειακής και πολιτικής ζωής (θρησκευτικός όρκος - θρησκευτικές εικόνες σε δημόσιες υπηρεσίες) και όχι στην «εκκοσμίκευση» της Εκκλησίας (πνεύμα αντί πλούτος και εξουσία)» (υπογράμμιση δική μου). Η άποψή του βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και είναι κάτι που συνήθως δεν επισημαίνεται νομίζω για δεν υπολογίζονται και οι δυο προοπτικές.

Μια άλλη εύστοχη παρατήρηση του αρθρογράφου είναι η εξής: «Μπορεί … η Εκκλησία σήμερα να εκφράσει την Πίστη και τη Θεία Χάρη και όχι το έθνος-κράτος; Ναι, αν θέλει να επιστρέψουν οι πιστοί στην πίστη και όχι να εγκλωβίζονται στον μισαλλόδοξο εθνικισμό». Αυτό είναι ένα βασικό ερώτημα που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον θεολόγο.

«Ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα –συνεχίζει ο ίδιος με τη βασική διευκρίνηση– δεν αμφισβητούν την ατομική πίστη, απορρίπτουν μόνο την ταύτιση της οποιασδήποτε θρησκευτικής πίστης με την κοσμική εξουσία. Όσοι απαξιώνουν την ατομική πίστη στο όνομα του Διαφωτισμού μάλλον δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν. Στο όνομα του Διαφωτισμού μπορούμε να μιλούμε για την ‘επίγεια πόλη’ και μόνο, την ‘ουράνια’ ας την αφήσουμε στην Εκκλησία. Από την αντίθετη πλευρά, τα ‘χωράφια’ της Εκκλησίας οφείλουν να βρίσκονται μόνο στην ουράνια και όχι στην επίγεια εξουσία». Είναι αυτό το σημείο που θα ήθελα εδώ να σχολιάσω. Τη θέση της Εκκλησίας στον Κόσμο στο πλαίσιο της Νεωτερικότητας (και όχι της Προνεωτερικότητας),

Η Εκκλησία, όπως ο Χριστός, θα έπρεπε να βρίσκεται ... εν μέση ιστορία και όχι να απουσιάζει από το γίγνεσθαι της ιστορίας (αναχωρητισμός). Το κρίσιμο ερώτημα είναι όμως "ΩΣ ΤΙ" η Εκκλησία θα πρέπει να βρίσκεται εν μέση ιστορία; Ως Μυστή­ριο (=Εκκλησία) ή ως Κράτος (=Πολιτεία), ως ‘εσχατολογικό μυστήριο’ ή ως ‘θρη­σκευτικό αξεσουάρ του Κράτους’[1]; Αυτό είναι το καίριο και το λεπτό σημείο. Το ότι πολλοί μα πάρα πολλοί ιεράρχες, κληρικοί και πιστοί (η συντριπτική πλειοψηφία) δεν μπορούν ως φαίνεται να καταλάβουν την αβυσσαλέα διαφορά και ενδογενή αντίθεση μεταξύ αυτών των δυο τύπων ‘Εκκλησίας’ και ‘εκκλησιακότητας’ δείχνει την τραγω­δία της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε.

"Εν μέση ιστορία" δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να βρίσκεται σε ΣΥ­ΝΕΧΕΙΑ με το "Κράτος" σαν είδος "θρησκευτικής προέκτασης του Κράτους" αντί­θετα από την βυζαντινή και νεο-βυζαντινή πρακτική.  Θα πρέπει να είναι ικανή να στέκεται καταρχάς σε ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (εσχατολογικής και μυστηριολο­γικής) από το "Κράτος". Και λόγω αυτής της "απόστασης ασφαλείας", της εσχατολο­γικής και μυστηριολογικής, θα έπρεπε να βρίσκεται σε ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ, σε σχέση "ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ", με το "Κράτος" μέσα στην ιστορία. Εξάπα­ντος όχι σε σχέση "ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ" με το "Κράτος" ανάλογα με το μοντέλο της βυζα­ντινής αυτοκρατορίας, το απ'άκρη σ'άκρη (αυτοκρατορικά τότε και εθνικά σήμερα) θεοκρατικό και εκκοσμικευμένο ως μοντέλο.

Βεβαίως είμαι σαφέστατα οπαδός της "Παριζιάνικης" όπως ονομάστηκε άποψης περί διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας και το επισημαίνω παντού απροκάλυπτα. Δηλ. είμαι ένθερμος οπαδός του διαχωρισμού. Όμως μερικές φορές μπαίνω στον πειρασμό και σκέφτομαι και το ακριβώς αντίθετο για την Εκκλησία (της Ελλάδος).

Αν γινόταν "ΧΩΡΙΣΜΟΣ" θα μπορούσε τάχα η Εκκλησία να σταθεί στα πόδια της –ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ κυρίως (αλλά και πρακτικά)– καθόσον από εποχής του Βυζα­ντίου δεν είναι τίποτε άλλο από δεκανίκι του Κράτους, του Έθνους (της αυτοκρατο­ρίας τότε); Πως λοιπόν μια πραγματικότητα, μια αυτοκαρατορική/εθνική Εκκλησία, που είναι ΔΕΚΑΝΙΚΙ για 16 αιώνες του Καίσαρα, θα μπορούσε εντελώς ξαφνικά και αυτόματα να περάσει σε κατάσταση απογαλακτισμού, να αποκτήσει ιδία αυτοσυνει­δησία, ‘να πατήσει στα πόδια της’ (βλ. υπόστασις) ως ο εαυτός της, και να γίνει ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ; Εδώ είναι το θέμα. Στο ότι δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως εκκλησιολογική και πνευματική προεργασία, δυστυχώς. Μήπως λοιπόν, πηγαίνοντας για μαλλί βρεθούμε κουρεμένοι γουλί;

Τότε, καίτοι οπαδός της "Παριζιάνικης άποψης" (θεωρητικά), κάνοντας αυτές τις σκοτεινές σκέψεις, λέω με πικρία στον εαυτό μου: καλύτερα να τα αφήσουμε τα πράγματα στην Ελλάδα να έχουν ως έχουν γιατί ... δυστυχώς δεν έχουμε τα φόντα για τίποτε καλύτερο.

Είναι κρίμα να φτάσω να το λέω –αλλά ρεαλιστικό– διότι το φταίξιμο είναι εξο­λοκλήρου της Εκκλησίας που από εποχής Βυζαντίου (και Οθωμανικής) αποδέχτηκε να είναι ΔΕΚΑΝΙΚΙ και να έχει αυτό τον ρόλο. Κι έτσι σήμερα να μην έχει τα φόντα για τίποτε καλύτερο. Και όσοι με γνωρίζουν και γνωρίζουν παράλληλα και ιστορία ξέρουν ότι δεν κάνω ούτε φτηνή απολογητική ούτε χυδαία πολεμική αλλά ότι αυτή είναι δυστυχώς η ιστορία και η κατάσταση. Με ό,τι σπείραμε δυστυχώς από τον 4ο αι κ.ε., από εποχής Θεοδοσίου –και μετέπειτα υπό τους Οθωμανούς αν και διαφορετικά, με το μιλέτ– καλούμαστε σή­μερα να ζήσουμε. Και να χάσουμε μια ενδεχόμενη ευκαιρία... Ευκαιρία που δόθηκε στη Καθολική Εκκλησία του 19ου αι (αναφέρομαι στην περίπτωση της Ιταλίας αλλά και αλλού συνέβησαν τα ανάλογα) και την οδήγησαν, επίπονα ασφαλώς, στο να συνέλθει ‘εκκλησιακά’, να καταλάβει σταδιακά ποια είναι (ιδιοπροσωπία) και να φτάσει σταδιακά στα μέσα του 20ού αι., με την Β΄Βατικανή Σύνοδο, να στέκεται επί ίσοις όροις απέναντι στις διάφορες Πολιτείας και στην Ύστερη Νεωτερικότητα σαν πολιτισμό. Και αυτό, ακριβώς χάνοντας το προνόμια που πριν είχε. Τίποτα δεν μας διδάσκει η ιστορία ως φαίνεται…






[1] Το ερώτημά μου προϋποθέτει εκκλησιολογικά (α) την αντίληψη της Εκκλησίας ως καταρχάς και θεμελιακά «Μυστήριον» (και όχι «Κόσμο») και (β) την διάκριση μεταξύ «Ιστορίας» και «Εσχάτου» («Βασιλείας»). Συναφής προς τις παραπάνω διακρίσεις είναι και αυτή μεταξύ «Εκκλησίας» και «Θρησκείας» με καταλύτη την έννοια του «Μυστηρίου». Η Εκκλησία είναι «Μυστηριακή Εκκλησία» (Σώμα και Νύμφη Χριστού) και όχι απλά «Κοσμική» ή «Πολιτειακή Θρησκεία» (Θρησκεία της πόλεως).


Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών

Η ερωτική επιθυμία των ανθρώπων: σε εσχατοκρατική vs ιστοριοκρατική προσέγγιση