Τι σημαίνει "Εκκλησία" κατά τη Lumen Gentium;
Ανάγνωση από τη
Δογματική Διάταξη περί Εκκλησίας «Lumen Gentium» της Β’ Βατικανής Συνόδου
Εισαγωγή
Πιστεύουμε,
Πιστεύω «σε μια, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία». Τι μπορεί να
σημαίνει ακριβώς για μας αυτή η κοινή ομολογία πίστεως που είναι και προσωπική;
Είναι άραγε αυτονόητη η απάντηση για όλους; Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος. Θα
διατυπώσω στη συνέχεια την πρόταση ότι η Εκκλησία έχει την παράδοξη
φύση να είναι ταυτόχρονα και «μυστήριο»
και «κοινότητα». Δηλ.
να είναι παράδοξη πραγματικότητα, και «αόρατη» αλλά και «ορατή ή
όπως λέμε και «εσχατολογική»
(ως μυστήριο) αλλά και «ιστορική»
(ως κοινότητα). Και, όταν λέμε «εσχατολογική», εννοούμε αυτό που ομολογούμε στο
Σύμβολο όταν αναφέρουμε «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος
αιώνος».
Αν
παρατηρήσει κανείς την εσωτερική διάρθρωση της «Δογματικής Διάταξης περί
Εκκλησίας» Lumen Gentium (LG) της Β΄Βατικανής θα διαπιστώσει ότι ξεκινάει με το
1ο κεφ. με τίτλο «το μυστήριο της Εκκλησίας» (παράγραφοι 1-8), –που κατά
τη γνώμη μου είναι ένα είδος κορνίζας ή πλαισίου όλου του Διατάγματος–, και ολοκληρώνεται
με το 7ο κεφ. για τον «εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας in via καθ’ οδόν προς την ολοκλήρωση της
ιστορίας» (παράγραφοι 48-51).
Στα
κεφ. 1-7 το Διάταγμα προσθέτει ως παράρτημα ένα 8ο κεφ. για την «Παναγία μητέρα του Θεού στο
μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας» (παράγραφοι 52-69). Τα άλλα κεφ.
δηλ. από το 2ο ως το 6ο, αναφέρονται στην καθαρά ιστορική διάσταση
της Εκκλησίας, στην ιστορικότητά της. Ερμηνευτικά μιλώντας, αυτό σημαίνει ότι η
ιστορική διάσταση της Εκκλησίας ως εγκόσμιας
κοινωνίας ανθρώπων και κοινοτήτων (η οριζόντια διάσταση όπως την
ονομάζω, η ιστορικότητά της) πρέπει να θεωρείται στο πλαίσιο της εσχατολογικής
της διάστασης (της κάθετης), του εσχατολογικού «μυστηρίου» της (πορεία προς τον Θεό)[1]. Αυτό είναι απόλυτα βασικό για ένα λόγο. Διότι η
Εκκλησία, η άμεσα εμπειρική, η «εγκόσμια» (αυτή που βρίσκεται,
που παρεπιδημεί στον κόσμο) –όχι η «εκκοσμικευμένη» (αυτή που
έχει γίνει τελικά κόσμος), ούτε αντίστροφα η «ά-κοσμη» (αυτή που
έχει απομακρυνθεί από τον κόσμο)– αντλεί το νόημα, την αλήθεια και την ύπαρξή
της παράδοξα: όχι
μόνο από την πίστη της στον τριαδικό Θεό (κάθετα) αλλά και από
την προσμονή της στην έλευση της Βασιλείας του Θεού, στα έσχατα,
τα τελευταία γεγονότα της Ιστορίας. Αυτό το κάθετο και οριζόντιο, το
σταυροειδές θεμέλιο, το παράδοξο της Εκκλησίας πρέπει να το θυμόμαστε.
Η
Β’ Βατικανή Σύνοδος στη
Lumen Gentium είναι σαφής επί της ουσίας ως προς αυτό και το εκφράζει με τον
δικό της τρόπο. Σε μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται σαν να αντιπαραθέτει, στο μυστήριο
της Εκκλησίας, την ιστορία της, στο αόρατο και
εσχατολογικό, το ορατό και εγκόσμιο (κατά πλατωνικό θα λέγαμε τρόπο),
και όχι να διαπλέκει την
εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας (που είναι η Βασιλεία) και την ιστορική
και εγκόσμια διάστασή της (τις κοινότητες και την κοινωνία τους, σε
κάθε επίπεδο: από το «τοπικό» ως το «παγκόσμιο»). Το θέμα όμως είναι εμείς τί
διαβάζουμε στη Lumen Gentium και πώς τη διαβάζουμε. Και τί καταλαβαίνουμε από
τη «μυστηριακότητα» της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και το Διάταγμα περί Εκκλησίας
(Lumen Gentium) είναι σκόπιμο, κατά τη γνώμη, μου να διαβάζεται στην προοπτική
της Sacrosanctum Concilium (Διάταγμα περί Θ. Λειτουργίας). ‘Όπως επιχειρώ να
κάνω εδώ …
Γιατί
αυτό; Διότι η πίστη της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε στην Β’ Βατικανή Σύνοδο,
είναι μια και πολυπρισματική, συμφωνική, όχι προσθετική. Το κάθε Διάταγμα της
Συνόδου πρέπει, ει δυνατόν, να διαβάζεται στον ορίζοντα όλων των Διαταγμάτων.
Αυτό εννοώ λέγοντας ότι η πίστη είναι «συμφωνική».
Ας
διαβάσουμε μαζί τα βασικά σημεία του σπουδαίου αυτού Διατάγματος περί Εκκλησίας.
Ανάγνωση
1.
Λέει η Σύνοδος: «Η Εκκλησία, εμψυχωμένη από τον Χριστό, αποτελεί το Μυστήριο,
δηλ. το σημείο και όργανο της βαθειάς ένωσης με τον Θεό, και της ενότητας όλου
του ανθρωπίνου γένους» (LG 1). Στόχος του Διατάγματος είναι «η εξήγηση, στους
πιστούς και τον κόσμο όλο, της φύσης και της παγκόσμιας αποστολής της Εκκλησίας
ώστε οι άνθρωποι να αποκτήσουν και την πλήρη ενότητά τους στον Χριστό» (LG 1)[2].
1. Η παγκόσμια σωτηρία στο σχέδιο του αιώνιου Πατέρα (οικονομία)
«Ο αιώνιος Πατέρας δημιούργησε τον κόσμο με
μια ελεύθερη και απόκρυφη απόφαση της σοφίας του και της καλοσύνης του.
Αποφάσισε να εξυψώσει τους ανθρώπους στη συμμετοχή της θεϊκής ζωής του, κι
όταν οι άνθρωποι έπεσαν στην αμαρτία, δεν τους εγκατέλειψε, αλλά πρόσφερε σ’
αυτούς πάντοτε βοηθήματα για τη σωτηρία, χάρη στον Χριστό Σωτήρα, ‘ο οποίος
είναι εικόνα του αόρατου Θεού, πρωτότοκος όλων των δημιουργημάτων’ (Κολ.
1,15). Όλους τους εκλεκτούς ο Πατέρας από την αιωνιότητα τούς γνώρισε και
προόρισε να γίνουν ομοιόμορφοι με την εικόνα του Υιού του, ώστε αυτός να είναι
πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών (Ρωμ. 8,29). Και όσοι πιστεύουν στον Χριστό
αποφάσισε να τους καλέσει στην Αγία Εκκλησία, την οποία προσχεδίαζε από την
αρχή του κόσμου και την προετοίμασε υπέροχα με την ιστορία του ισραηλιτικού
λαού, στην Παλαιά Διαθήκη. Η Εκκλησία αυτή ιδρύθηκε ‘τους τελευταίους χρόνους’,
φανερώθηκε με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και θα ολοκληρωθεί ένδοξα στο
τέλος των αιώνων. Τότε, όλοι οι δίκαιοι, αρχίζοντας από τον Αδάμ, ‘από τον
δίκαιο Άβελ μέχρι τον τελευταίο εκλεκτό’, θα συναθροιστούν μέσα στην παγκόσμια
Εκκλησία, μπροστά στον Πατέρα.» (LG 2)[3].
ΣΥΝΟΨΗ:
Ο Θεός θέλησε την Εκκλησία με σκοπό τον καθαγιασμό των ανθρώπων που είχαν
«πέσει» στο πρόσωπο του Αδάμ (βλ. «πτώση», προπατορικό αμάρτημα), τη συμφιλίωσή
τους μαζί Του και την ενότητα όλων στο σώμα του Χριστού του.
2. Η αποστολή του Υιού και το έργο του
«Ήρθε
λοιπόν ο Υιός, σταλμένος από τον Πατέρα, που μας διάλεξε στο πρόσωπο του
Χριστού πριν από τη δημιουργία του κόσμου και μας προόρισε να γίνουμε θετά
παιδιά του, γιατί θέλησε να ανακεφαλαιώσει τα πάντα στον Χριστό (Εφ.1, 4-5 και
10). Για να εκπληρώσει ο Χριστός το θέλημα του Πατέρα, εγκαινίασε επάνω στη γη
την Βασιλεία των Ουρανών, μας αποκάλυψε το μυστήριό του και με την υπακοή του
πραγματοποίησε την λύτρωση. Η Εκκλησία, δηλ. η Βασιλεία του Χριστού που ήδη
υπάρχει σαν μυστήριο, αυξάνεται, με την δύναμη του Θεού, φανερά μέσα στον κόσμο.
Αυτή την αρχή και αυτή την αύξηση εδήλωσαν το αίμα και το νερό που βγήκαν από
την πλευρά του σταυρωμένου Χριστού (Ιω. 19,34), και προαναγγέλθηκαν από τα
λόγια του Χριστού σχετικά με τον σταυρικό του θάνατο: ‘Και όταν εγώ υψωθώ από
την γη, θα ελκύσω όλους προς εμένα’ (Ιω 12,32). Κάθε φορά που τελείται πάνω στο
βήμα η σταυρική θυσία, πραγματοποιείται το έργο της σωτηρίας μας. Και ταυτόχρονα,
μαζί με το ιερό μυστήριο του ευχαριστιακού άρτου, εκφράζεται και πραγματοποιείται
η ενότητα των πιστών, που αποτελούν ένα και μόνο σώμα στο όνομα του Χριστού (α
Κορ 10,17). Όλοι οι άνθρωποι είναι καλεσμένοι σ’ αυτή την ενότητα με τον
Χριστό, που είναι το φώς του κόσμου: από αυτόν προερχόμαστε, γι’αυτόν ζούμε,
προς αυτόν κατευθυνόμαστε». (LG 3)[4]
ΣΥΝΟΨΗ:
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν ίδρυσε την Εκκλησία, επειδή έτσι θέλησε ο Θεός Πατέρας.
Ο Θεός μας καλεί στην Εκκλησία για να μας μεταμορφώσει σε μια ανθρωπότητα
ενωμένη, που να σκορπάει στον κόσμο το φως της αλήθειας: την απέραντη αγάπη του
Θεού.
3.
Το άγιο Πνεύμα αγιάζει την Εκκλησία
«Όταν
συντελέστηκε το έργο που ο Πατέρας ανέθεσε στον Υιό να επιτελέσει πάνω στη γη
(Ιω 17,4), την ημέρα της Πεντηκοστής στάλθηκε το άγιο Πνεύμα, για να αγιάζει
συνεχώς την Εκκλησία και για να έχουν οι πιστοί, μέσω του Χριστού και μ’ένα
Πνεύμα, την προσέλευσή τους προς τον Πατέρα. Είναι το Πνεύμα ζωής, δηλ. η πηγή
ζωντανού νερού. Μέσω αυτού του Πνεύματος ο Πατέρας ξαναδίνει τη ζωή στους
ανθρώπους που πέθαναν από την αμαρτία, ώσπου να αναστήσει εν Χριστώ, δηλ. στο
όνομα του Χριστού, τα νεκρά τους σώματα (Ρωμ 8,10-11). Το Πνεύμα κατοικεί μέσα
στην Εκκλησία και μέσα στις καρδιές των πιστών, που μοιάζουν με ναό του Θεού,
και μαζί τους προσεύχεται, δίνοντας τη μαρτυρία της υιοθεσίας τους. Αυτό οδηγεί
την Εκκλησία σε όλη την αλήθεια, την ενοποιεί στην κοινωνία της και στη
διακονία της, την μορφώνει και την κατευθύνει με διάφορα ιεραρχικά και χαρισματικά
δώρα, τη στολίζει με τους καρπούς του. Με τη δύναμη του Ευαγγελίου διατηρεί
πάντα την νεότητα της Εκκλησίας, την ανακαινίζει ακατάπαυστα και την οδηγεί
στην τελειότερη ένωσή της με τον Νυμφίο της, γιατί το Πνεύμα και η Νύμφη λένε
προς τον Κύριο Ιησού: Έλα. Έτσι η παγκόσμια Εκκλησία παρουσιάζεται σαν ‘ένας
λαός συναθροισμένος στην ενότητα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος’
κατά την περίφημη φράση του Κυπριανού» (LG 4)[5].
ΣΥΝΟΨΗ:
Ο Ιησούς Χριστός μας έσωσε, αλλά η σωτηρία μας πραγματοποιείται και ωριμάζει
μέσα στην Εκκλησία, χάρη στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Το Άγ. Πνεύμα μάς
οδηγεί, μας ενώνει, μας δίνει καρπούς, μας ανανεώνει.
4. Εικόνες της Εκκλησίας
Στην
ΚΔ η Εκκλησία είναι η «αυλή των προβάτων», με τον Χριστό ως μόνη και απαραίτητη
πόρτα (Ιω. 10,1-10). Επίσης είναι το «χωράφι», δηλ. ο «αγρός του Θεού» (α Κορ.
3,9). Επίσης ονομάζεται και «οικοδομή του Θεού», «ναός άγιος» μέσα στον οποίο
κατοικεί η οικογένεια του Θεού. «Η θεία Λατρεία πολύ σωστά παρομοιάζεται με την
αγία πόλη, την νέα Ιερουσαλήμ. Πάνω σ’ αυτήν οικοδομούμαστε, σαν ζωντανές
πέτρες πάνω στη γη (α Πετ. 2,5). Και αυτή την αγία πόλη τη βλέπει ο Ιωάννης,
στην τελική ανακαίνιση του κόσμου, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό,
σαν ‘νύμφη έτοιμη και στολισμένη για τον άντρα της’ (Απ. 21,1…). Η Εκκλησία ονομάζεται
επίσης «άνω Ιερουσαλήμ» και «μητέρα μας», περιγράφεται επίσης σαν άσπιλη νύμφη
του άμωμου αμνού, νύμφη που ο Χριστός ‘αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό του γι’
αυτή, για να την αγιάσει (Εφ 5,25-26). Ο Χριστός συνέδεσε τη νύμφη αυτή μαζί
του, με διαθήκη αδιάλυτη κι αιώνια, και ακατάπαυστα ‘την τρέφει και την
περιποιείται’ (Εφ 5,29). Κι αφού την εξάγνισε, τη θέλησε ενωμένη μαζί του,
υποταγμένη στην αγάπη και στην πιστότητα προς Αυτόν (Εφ 5,24). Και τελικά την
πλούτισε με τα αιώνια αγαθά του, ώστε να μπορούμε να καταλάβουμε την αγάπη του
Θεού και του Χριστού προς εμάς, αγάπη που ξεπερνά κάθε γνώση (Εφ. 3,19). Αλλ’
όσο η Εκκλησία πορεύεται σαν οδοιπόρος πάνω στη γη, μακριά από τον Κύριο (β Κορ 5,6),
αισθάνεται τόσο ξένη, ώστε να αναζητά και να ποθεί «τα άνω», εκεί όπου ο
Χριστός κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, όπου η ζωή της Εκκλησίας είναι κρυμμένη
με τον Χριστό στον Θεό, μέχρις ότου εμφανιστεί ενωμένη με τον Νυμφίο της, μέσα
στη δόξα (Κολ. 3,1-4)».( LG 6)[6].
Να
παρατηρήσουμε εδώ ότι η εικόνα της «Εκκλησίας-Νύμφης» τονίζει ξεκάθαρα τη διαφορά,
στο «μυστήριο της Εκκλησίας», μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας, ενώ η αμέσως
επόμενη εικόνα, της Εκκλησίας, σαν «σώμα του Χριστού» τονίζει την ταυτότητα,
την ταύτιση Χριστού-Εκκλησίας[7].
«Με
τον θάνατο και την Ανάστασή του, ο Υιός του Θεού, νικώντας τον θάνατο στην
ανθρώπινη φύση που έλαβε, λύτρωσε τον άνθρωπο, μεταμορφώνοντάς τον σε νέα
δημιουργία. Πραγματικά, μεταδίδοντας το Πνεύμα του στους αδελφούς του, που τους
συνάθροισε απ΄όλα τα έθνη, τους συγκρότησε σε ‘Μυστικό του Σώμα’. Μέσα σ’ αυτό
το Σώμα η ζωή του Χριστού μεταδίδεται στους πιστούς, που μέσω των ιερών
μυστηρίων, κατά τρόπο μυστηριώδη αλλά πραγματικό, ενώνονται με τον Χριστό στο
πάθος και στη δόξα του. Λ.χ. συμμετέχοντας πραγματικά στο Σώμα του Κυρίου, στη
θεία Ευχαριστία, υψωνόμαστε σε κοινωνία μαζί του και μεταξύ μας (LG 7). Αυτή η
διπλή διάσταση της Ευχαριστίας ως «κοινωνία» (με τον Χριστό-και μεταξύ μας)
είναι πολύ σημαντική για μας στην καθημερινή μας ζωή στις Ενορίες μας. ‘Επειδή
ένας είναι ο άρτος, κι εμείς οι πολλοί είμαστε ένα σώμα, διότι συμμετέχουμε
στον ένα άρτο’ (α Κορ. 10,17). Έτσι από τη μια μεριά γινόμαστε όλοι «μέλη του
Σώματός του» (α Κορ. 12,27) και από την άλλη «ο καθένας γίνεται μέλος των άλλων»
(Ρωμ. 12,5)» (LG 7)[8].
Αυτή,
δηλ. η «κοινωνία», είναι και το πλαίσιο της «καθολικότητας της Εκκλησίας» (στη
βάση της ενότητας στο όνομα του Χριστού), η μυστηριακή-ευχαριστιακή βάση, στην
οποία Εκκλησία δεν υπάρχουν πια ούτε «Ιουδαίοι» ούτε «’Ελληνες» (εν Χριστώ
Ιησού). Όμως, αυτή η αντίληψη της «εκκλησιαστικής κοινωνίας», που πραγματώνεται
μέσω της «ευχαριστιακής κοινωνίας» στο Σώμα του Χριστού, δεν είναι ισοπεδωτική
των ιδιαιτεροτήτων των μελών του Σώματος. «Αλλ’ όπως όλα τα μέλη του ανθρωπίνου
σώματος, αν και είναι πολλά, όμως σχηματίζουν ένα και μόνο σώμα, έτσι και οι
πιστοί στο όνομα του Χριστού (Κορ. 12,12). Και στην οικοδομή του Σώματος του
Χριστού διατηρείται η διαφορά των μελών και της λειτουργίας τους».
«Κεφαλή
αυτού του Σώματος είναι ο Χριστός. Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού και μέσα
σ’ αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα. Όλα τα μέλη πρέπει να εξομοιώνονται μαζί
του, ώστε να διαμορφωθεί σ’ αυτά ο Χριστός (Γαλ 4,19)» (LG 7).[9]
ΣΥΝΟΨΗ:
Ο Χριστός με την Εκκλησία Του είναι σαν ένα ανθρώπινο Σώμα: ο Χριστός κεφαλή,
εμείς τα μέλη του σώματος, ενωμένοι μαζί Του αλλά και μεταξύ μας, ο καθένας με
διαφορετικά χαρίσματα. Αυτή η ενότητά μας όμως πρέπει να φαίνεται, και η
διαφορετικότητά μας να μη μας χωρίζει, αλλά να γίνεται πλούτος προς όφελος
όλων. Γιατί η ενότητά μας, για τον Χριστό και εξ’αιτίας του Χριστού, όταν
φαίνεται, όταν γίνεται ορατή στα μάτια όλων είναι, όπως λέει θαυμάσια ο π.
Σεβαστιανός Ροσσολάτος, ο αρχιεπίσκοπος, το «καλύτερο κήρυγμα» (με στάση ζωής
και πράξεις, όχι μόνο με λόγια) στον κόσμο !!
5.
Η καθολικότητα ή παγκοσμιότητα του
μοναδικού Λαού του Θεού
«Όλοι
οι άνθρωποι είναι καλεσμένοι στον νέο Λαό του Θεού, στον νέο Ισραήλ, στην
Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό ο Λαός αυτός, αν και παραμένει ένας και
μοναδικός, πρέπει να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους αιώνες, για να
εκπληρωθούν τα σχέδια της θείας Οικονομίας, δηλ. του θελήματος του Θεού. Στην
αρχή, ο Θεός δημιούργησε μια μόνον ανθρώπινη φύση, και τελικά θέλησε να
συγκεντρώσει σε μια ενότητα τα σκορπισμένα παιδιά του (Ιω 11,52). Γι’ αυτό τον
σκοπό έστειλε ο Θεός τον Υιό του, τον οποίο κατέστησε γενικό κληρονόμο (Εβρ
1,2), ώστε να είναι δάσκαλος, βασιλιάς και ιερέας για όλους, και κεφαλή του
νέου και παγκόσμιου Λαού των παιδιών του Θεού. Για τον ίδιο λόγο έστειλε ο Θεός
το Πνεύμα του Υιού του, το οποίο, για όλη την Εκκλησία, για όλους και για τον
καθένα από τους πιστούς, είναι πηγή συνάθροισης και ενότητας: στη διδασκαλία
των Αποστόλων, στην εκκλησιαστική κοινωνία, στο μοίρασμα του ευχαριστιακού
άρτου και στην προσευχή (Πρξ 2,42)» (LG 13)[10].
«Μέσα
σ’όλους λοιπόν τους λαούς της γής είναι ριζωμένος ο μοναδικός Λαός του Θεού,
γιατί απ΄όλους τους λαούς παίρνει τους πολίτες της Βασιλείας του, η οποία έχει
χαρακτήρα όχι επίγειο αλλά ουράνιο. Πραγματικά, όλοι οι πιστοί στα πέρατα της
οικουμένης επικοινωνούν μεταξύ τους (με την κοινωνία του αγίου Πνεύματος), κι’
έτσι ‘εκείνος που κατοικεί στη Ρώμη αναγνωρίζει τους Ινδούς σαν μέλη του’ όπως
λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αλλά επειδή η Βασιλεία του Χριστού δεν είναι του
κόσμου τούτου (Ιω 18,36), η Εκκλησία, δηλ. ο Λαός του Θεού, μεταδίδοντας αυτή
τη Βασιλεία, δεν αφαιρεί κανένα επίγειο αγαθό από οποιοδήποτε λαό, αλλ’
αντίθετα ευνοεί τα προτερήματα, τις ικανότητες, τα ήθη και τα έθιμα των λαών,
όταν αυτά είναι καλά, και υιοθετώντας τα τα εξαγνίζει, τα ενισχύει και τα
εξυψώνει. Δεν ξεχνά η Εκκλησία ότι πρέπει να συνεργαστεί με τον Βασιλιά εκείνο,
στον οποίο δόθηκαν κληρονομιά όλα τα έθνη (Ψαλ 71,72,10). Ο χαρακτήρας αυτός
της παγκοσμιότητας, που διακρίνει τον Λαό του Θεού, είναι δώρο του ίδιου του
Κυρίου, και χάρη σ’ αυτό η Καθολική Εκκλησία τείνει ενεργά και σταθερά να
συγκεντρώσει όλη την ανθρωπότητα, με όλα της τα καλά, κάτω από μια Κεφαλή, τον
Χριστό, μέσα στην ενότητα του Πνεύματός του»[11].
«Χάρη
σε αυτή την καθολικότητα[12], τα διάφορα μέρη της Εκκλησίας προσφέρουν τα
χαρίσματά τους στα άλλα μέρη και στο σύνολο, έτσι ώστε να επωφελούνται και το
σύνολο και τα διάφορα μέρη, να διατηρούν την κοινωνία μεταξύ τους και να συνεργάζονται
για την ολοκλήρωση στην ενότητά τους».
«Επειδή
τα μέλη του Λαού του Θεού καλούνται στον διαμερισμό των αγαθών, και για κάθε
τοπική Εκκλησία ισχύουν τα λόγια του Αποστόλου: ‘Ο καθένας, ανάλογα με τα
χαρίσματα που έλαβε, ας το χρησιμοποιεί ο ένας στην υπηρεσία του άλλου, σαν
καλοί διαχειριστές της χάρης του Θεού’ (α Πετ 4,10). Όλοι οι άνθρωποι λοιπόν
είναι καλεσμένοι στην καθολική αυτή ενότητα του Λαού του Θεού, που προεικονίζει
και προάγει την παγκόσμια ειρήνη. Σε αυτήν ανήκουν, με διαφορετικό τρόπο, ή γι’
αυτήν προορίζονται τόσο οι Καθολικοί, όσο τελικά και όλοι οι άνθρωποι, που από
τη χάρη του Θεού είναι καλεσμένοι στη σωτηρία» (LG 13).
Το
ερώτημα λοιπόν για μας εδώ, στην Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών, είναι το εξής:
Εμείς όλοι, που αποτελούμε την τοπική μας Εκκλησία «προερχόμενοι από κάθε λαό
και γλώσσα», με τι τρόπο μπορούμε και πρέπει να δημιουργούμε, να αυξάνουμε και
να ζούμε αυτή την ενότητα, για την οποία ο θεός θέλησε την Εκκλησία, και ο
Χριστός θυσίασε τη ζωή του;
[1] Το «κάθετα» και «οριζόνια» είναι «εννοιακές
παραστάσεις», όπως τις ονομάζουμε, δηλ. εικόνες που σχηματίζουμε στη φαντασία
μας για τις πραγματικότητες που είναι έξω από εμάς. Όταν λέμε «κάθετα» σημαίνει
ότι «ατενίζουμε» τον «Θεό» κοιτάζοντας προς τα επάνω (από εδώ). Όταν λέμε
«οριζόντια» σημαίνει ότι «ατενίζουμε» την «Βασιλεία του Θεού» όχι πίσω μας αλλά
μπροστά μας, στο μέλλον από το οποίο έρχεται προς εμάς.
[2] Πρβλ. Δογματική Διάταξη περί Εκκλησίας (Φως των
Εθνών) της Β’ Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού, μετ. π. Αθανασίου
Αρμάου, εκδ. Γραφείον Καλού Τύπου, Αθήνα χ.χ., σελ. 5. Σε παράνθεση αναφέρω
τις παραγράφους του Διατάγματος.
[7] Το μυστήριο της Εκκλησίας, επειδή την εμφανίζει τόσο
σαν ταυτόσημη προς τον Χριστό (σώμα) όσο και σαν διαφορετική
από τον Χριστό (νύμφη) είναι «μυστήριο διαλεκτικό» (αδαίρετο και ασύγχυτο) ταυτότητας
και ετερότητας, σταυρόμορφο.
[12] «Καθ-ολικότητα» (βλ. κατά το όλον) και
«παγ-κοσμιότητα» (βλ. το παν, το όλον) είναι δυο διαφορετικές έννοιες που
σχετίζονται αλλά δεν συμπίπτουν. Σε ένα πλαίσιο διαρθρωμένης «κοινωνίας» (και
όχι άτακτου, χωρίς τάξη συνοθηλεύματος), καθολικότητα σημαίνει ότι
το καθέκαστον δεν αποτελεί «τμήμα» του όλου (partie) αλλά «μέρος» του όλου
(portion) καθόσον, λόγω της κοινωνίας, φέρει μέσα του το όλον με τον δικό του
μοναδικό τρόπο. Όντας δηλ. ο εαυτός του, είναι και κάτι παραπάνω από τον εαυτό
του, είναι εαυτός διανοιγμένος. Παγκοσμιότητα, σημαίνει το εύρος
ενός συνόλου. Σε πλαίσιο «κοινωνίας», η «καθολικότητα» είναι
εσωτερική ποιότητα της «παγκοσμιότητας» και η «παγκοσμιότητα» είναι
εξωτερικό πλαίσιο, εξωτερική διάσταση της «καθολικότητας». Αυτό μπορούμε να το
καταλάβουμε από τον μελισμό (κλάσις) του ευχαριστιακού άρτου (fractio panis).
Όταν «μελίζεται» ο άρτος, το καθένα από τα μέρη του είναι όλος ο άρτος, όλος ο
Χριστός, και όχι απλώς τμήμα του Χριστού. Όσο ζυγίζει οντολογικά όλος ο άρτος,
ζυγίζει, μετά τον μελισμό, και το καθένα από τα μέρη-μέλη του. Το ίδιο
συμβαίνει και με την Εκκλησία. Όσο ζυγίζει οντολογικά όλη η Εκκλησία, στην
Ευχαριστία, ζυγίζει και το καθένα από τα μέρη-μέλη της. Αυτό, στο πλαίσιο της
(αγιοπνευματικής) κοινωνίας, της ευχαριστιακής-εκκλησιακής, που προέρχονται
(μυστηριακά) από την κοινή (βλ. κοινωνία) fractio panis και δεν προηγούνται
(κοινωνιολογικά) της κοινής fractio panis. Το τελευταίο σημείο έχει ιδιαίτερη
σημασία για ευνόητους λόγους. Είναι η μυστηριακή fractio panis που προηγείται οντολογικά
της κοινωνιολογικής συγκρότησης της Εκκλησίας, και δεν είναι η κοινωνιολογική
συγκρότηση της Εκκλησίας που προηγείται της μυστηριολογικής ή που την
θεμελιώνει. Διότι πρόκειται για κοινωνιαική «εν Χριστώ» (και όχι για
κοινωνιολογική «κατά κόσμον»). Θεολογικά μιλάμε για μυστηριολογική και
κοινωνιακή «εντοπιότητα» της Εκκλησίας και όχι απλώς για «τοπικισμό»
γεωγραφικού και κοινωνιολογικού τύπου της Εκκλησίας.