Τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι ... τα του Χριστού, τω Χριστώ
(διευκρινιστικό σχόλιο στο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα «Κομματιζόμενοι ιεράρχες, πολιτευόμενη Εκκλησία», Καθημερινή 16. 1. 2018, που παραθέτω αυτούσιο πριν σχολιάσω επιμέρους σημεία του).
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Π.Μ.
“Δύσκολα δεν θα συμφωνούσε κάποιος με
την προχθεσινή ομολογία του κ. Μάθιου Νίμιτς, διαμεσολαβητή του ΟΗΕ για την
ονομασία της ΠΓΔΜ, ότι στο όλο πρόβλημα «δεν υπάρχει τίποτε εντελώς καινούργιο,
κάτι νέο μαγικό». Αν λύνονταν ως διά μαγείας προβλήματα που χωρίζουν λαούς και
χώρες, δεν θα υπήρχε η ανάγκη των διαπραγματεύσεων, της φρόνιμης συζήτησης και
της τίμιας αναζήτησης κάποιας συμβιβαστικής ή συμφιλιωτικής φόρμουλας. Καμία
από τις συνθήκες και τις συμφωνίες που διευκολύνουν τον ανθρώπινο βίο δεν ήταν
ουρανοκατέβατη, καμία δεν οφείλεται σε θαύμα. Αλλωστε οι θεσμοί που χρωστούν
πολλή από την ισχύ τους στη θαυματουργία –ή μάλλον στη θαυματολογία–, οι
θρησκείες και οι Εκκλησίες, επιμένουν να μιλούν ένα λόγο χωριστικό, βίαιο,
αντισυναινετικό, ακόμα κι αν εμπλουτίζουν τα λεγόμενά τους με τη χρυσόσκονη της
«καταλλαγής». Οσον αφορά ειδικά τον χριστιανισμό, βαθιά διχασμένο σε δόγματα
και «αιρέσεις» και καθηλωμένο σε συγκρούσεις για τιμάρια εξουσίας, δύσκολα
πείθει ότι συγκρατεί στη μνήμη του άθικτη την επιταγή περί οικουμενικότητας,
καταστατικά αδιάφορη για έθνη και φυλές.
Θα αστοχούσε, λοιπόν, εντελώς όποιος
επιχειρούσε να συζητήσει με όρους Γραφών τα εκκλησιαστικά – τα πραγματικά
εννοείται, τα όντως υπάρχοντα, όχι τα διακηρυκτικά και μεταφυσικά. Στα
Ευαγγέλια και στις Επιστολές των αποστόλων, και ιδιαίτερα του Παύλου, ως κατεξοχήν
καθοδηγητή, δεν υπάρχουν χωρία που να νομιμοποιούν ιδέες περί εθνικών θρησκειών
και εκκλησιαστικές - ιεραρχικές πρακτικές που καλύπτουν ταχύτατα την απόσταση
ανάμεσα στο εθνικό και το εθνικιστικό. Αυτό όμως δεν σήμαινε ποτέ πολλά για τον
ευρωπαϊκό χριστιανισμό γενικά και για τον ελληνικό ειδικά.Αλλωστε, αν οι
Εκκλησίες είχαν ταυτιστεί αποκλειστικά με λαούς ή χώρες, θα λέγαμε απλώς ότι
όσο θεόπνευστοι κι αν είναι οι ηγέτες τους, παραμένουν δημιουργήματα της
Ιστορίας, ή μάλλον δέσμιοί της• ως εκ τούτου, αφήνουν την πραγμάτωση των
ευαγγελικών ή αποστολικών εντολών για κάποια άλλη ζωή, εξωιστορική, στο
επέκεινα. Στο πέρασμα των αιώνων βέβαια έχουν ταυτιστεί και με αποτρόπαια
τυραννικά καθεστώτα, και έχουν ευλογήσει (πάντα για το καλό κάποιου έθνους) πολέμους
και γενοκτονίες.
Δεν έχουν άραγε το δικαίωμα οι ιεράρχες
να μιλούν για τα κοσμικά; Ουδείς μπορεί να τους το στερήσει. Το δικαίωμα να
πολιτεύονται δεν έχουν, να φέρονται σαν ηγέτες κόμματος που επιχειρεί να
εκβιάσει την πολιτεία με κωδωνοκρουσίες πλαστού εθνικού πανικού, αρές και
αναθέματα. Δεν αποτελείται από πρόβατα το ποίμνιο. Πολίτες το απαρτίζουν.”
ΣΧΟΛΙΑ Κ.Α.
Προσωπικά συμφωνώ από ιστορικής και
θεολογικής πλευράς με τον αρθρογράφο στις παρακάτω βασικές του θέσεις:
I. Κείμενο Π.Μ.: «Οσον αφορά ειδικά
τον χριστιανισμό, βαθιά διχασμένο σε δόγματα και «αιρέσεις» και καθηλωμένο
σε συγκρούσεις για τιμάρια εξουσίας, δύσκολα πείθει ότι συγκρατεί στη μνήμη
του άθικτη την επιταγή περί οικουμενικότητας, καταστατικά αδιάφορη για έθνη και
φυλές» (υπογράμμιση δική μου).
Παρατήρηση Κ.Α.: Αυτό είναι αλήθεια
ειδικά για τον βυζαντινό (και μετα-βυζαντινό) χριστιανισμό της Ανατολής
(με φωτεινές εξαιρέσεις προσώπων, όχι Εκκλησιών). Δεν είναι όμως αλήθεια για
τον ρωμαϊκό χριστιανισμό της Δύσης.
Από τον 4ο αι κ.ε. άρχισε η
“θρησκειοποίηση” της Εκκλησίας, στην βυζαντινή Ανατολή. Ο αυτοκράτορας συνέχισε
να είναι (όπως στην παγανιστική Ρώμη) ο pontifexmaximus και η βυζαντινή
Εκκλησία του αναγνώρισε “εκκλησιολογικό status”: αυτό του τοποτηρητή του
Χριστού (και συνεπώς του αρχηγού της αυτοκρατορικής Εκκλησίας). Δηλ. του
τοποτηρητή του Χριστού του οποίου ο αυτοκράτορας αποτελούσε την επίγεια εικόνα
σε ένα πλατωνίζον εικονολογικό πλαίσιο θεώρησης όπου τα αισθητά και ορατά ήταν
εικόνες των υπεραισθητών και αοράτων. Η σχετική “πολιτική θεολογία” του
Ευσεβίου Καισαρείας υπήρξε αποφασιστική για την Εκκλησία της Ανατολής. Η δυτική
Εκκλησία είχε όμως άλλη άποψη επί του θέματος. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τον 5ο
αι. κ.ε.
Εδώ υπογραμμίζω με έμφαση το “καταρχάς”.
Διότι τόσο σε Ανατολή όσο και σε Δύση τόσο το “πολιτικό” όσο και το
“αποστολικό” συνυπήρχαν: αλλά συνυπήρχαν ... σε αντίστροφη σχέση μεταξύ τους,
στους μεν και στους δε. Η Ανατολή έβλεπε το “αποστολικό” στα πλαίσια του
“πολιτικού” και η Δύση, αντίστροφα, έβλεπε το “πολιτικό” στα πλαίσια του
“αποστολικού”.
Η Ανατολή διέκρινε μόνον με «νοητική
αφαίρεση» (τω νωί) μεταξύ «Εκκλησίας» και «Πολιτείας» (Αυτοκρατορίας), εγγράφοντας
την Εκκλησία «εντός της Αυτοκρατορίας» (ως Εκκλησία της ρωμαιο-βυζαντινής
Αυτοκρατορίας) και αποδεχόμενη έτσι πλήρως την θρησκειοποίηση της Εκκλησίας.
Αντίθετα η Ρώμη διέκρινε ξεκάθαρα τις δυο αυτές οντότητες (λ.χ. πάπες Λέων Α΄,
Γελάσιος κ.λπ.) μεταξύ τους και αντιδρούσε με τον τρόπο αυτό στην πλήρη
θρησκειοποίηση της Εκκλησίας.
Και βεβαίως είναι άσχετο αν τη διάκριση
αυτή η Ρώμη την “αποστολική” εκκλησιολογία της την χρησιμοποίησε στη
συνέχεια καλύτερα ή χειρότερα. Διότι κινούμενη αντίστροφα από την Ανατολή, η
Ρώμη είχε την τάση να εγγράφει την Αυτοκρατορία της Δύσης (και μετέπειτα τα
κράτη) «εντός της Εκκλησίας». Σημασία όμως καταρχάς έχει η διάκριση ως
διάκριση, δηλ. η μη-σύγχυση “Εκκλησίας” και “Πολιτείας”. Η Ανατολή
αντίθετα, με την “πολιτική”εκκλησιολογία της (σε αντίθεση προς την
“αποστολική” εκκλησιολογία της Ρώμης), λειτούργησε πάντοτε συγχυτικά μεταξύ
«Εκκλησίας» και Πολιτείας (Αυτοκρατορίας στην αρχή, και Έθνους ή μάλλον Εθνών
στη συνέχεια). Όποιος δεν το βλέπει αυτό σημαίνει ή ότι δεν έχει διαβάσει την
ιστορία των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης ή (το πιθανότερο) συγκριτικά, ότι
διαβάζει την ιστορία αυτή, την εκκλησιολογικά παράλληλη και εν πολλοίς
αντίστροφη, με παρωπίδες. Δηλ. ολιστικά και όχι συγκριτικά και παράλληλα, μόνο
μέσα από μια οπτική γωνία, όχι από δυο εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες.
II. Κείμενο Π.Μ.: “Στα Ευαγγέλια και
στις Επιστολές των αποστόλων, και ιδιαίτερα του Παύλου, ως κατεξοχήν
καθοδηγητή, δεν υπάρχουν χωρία που να νομιμοποιούν ιδέες περί εθνικών θρησκειών
και εκκλησιαστικές - ιεραρχικές πρακτικές που καλύπτουν ταχύτατα την απόσταση
ανάμεσα στο εθνικό και το εθνικιστικό. Αυτό όμως δεν σήμαινε ποτέ πολλά για τον
ευρωπαϊκό χριστιανισμό γενικά και για τον ελληνικό ειδικά”.
Παρατήρηση Κ.Α.: Αναφορικά ως προς τον
απόστολο Παύλο (Γαλ. 3, 28 και Κολ 3, 11) πρέπει να επισημάνουμε το εξής προς
αποφυγή παρεξηγήσεων. Ο Παύλος δεν αρνείται το γεγονός της
"διαφορετικότητας" μεταξύ των εθνών (ή μεταξύ των φύλων κ.λπ) αλλά
αρνείται ότι αυτή η "διαφορετικότητα" συνεπάγεται (από την οπτική
γωνία του Χριστού εννοείται) "αξιολογική διαβάθμιση" σε
ανώτερους και κατώτερους.
Ο χριστιανισμός συνεπώς δεν αρνείται την
ύπαρξη εθνών καθαυτών αλλά τον αξιακό διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση της
εθνική τους προέλευση (ή το φύλο τους κ.λπ.). Αρνείται, στην περίπτωσή μας, την
"εθνικιστική" θεώρηση των εθνών και των ανθρώπων. Με ποιο τρόπο όμως
την αρνείται; Αυτό είναι το ενδιαφέρον.
Σε αυτή την "εθνικιστική"
θεώρηση, την ιστοριοκεντρική και παγανιστική (ή μάλλον ιουδαΐζουσα) της Εκκλησίας ο
Παύλος και κάθε υγιής χριστιανισμός αντιτάσσει μια "εν Χριστώ"
θεώρηση των εθνών, των φύλων, των θρησκειών
(ναι και των θρησκειών ακόμη διότι η Εκκλησία "ΤΟΥ ΧΡΙΣTΟΥ" -όχι
του "ΕΘΝΟΥΣ"- παρόλο που έχει θρησκειακά στοιχείαδεν είναι στην
ουσία της “Θρησκεία” αλλά “Μυστήριον” ), αντιτάσσει λοιπόν μια
θεώρηση που δεν είναι ιστοριοκεντρική αλλά μυστηριοκεντρική.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά διότι ο
Παύλος, σε αντίθεση με μας σήμερα (ή μάλλον από τον 4ο αι κ.ε.), πιστεύει,
ελπίζει και αναμένει την εσχατολογική ανακεφαλαίωση των πάντων στον Χριστό,
δηλ. την δεύτερη παρουσία του Χριστού στην ιστορία και έτσι την ολοκλήρωση της
θείας Οικονομίας. Από τον 4ο αι. κ.ε. όμως η μεν “Εκκλησία” σταδιακά θρησκειοποιήθηκε
η δε “εσχατολογία” εκκοσμικεύτηκε. Η προσμονή της παρουσίας, της
επιστροφής του Χριστού, κατέληξε σε τελικά μεγαλοιδεατισμό.
Αντιτάσσει λοιπόν ο Παύλος μια "εκκλησιακή"
(ecclesial, not ecclesiastical) θεώρηση, μια "ευχαριστιακή"
θεώρηση των εθνών (των φύλων, των θρησκειών κ.λπ.) που είναι "μυστηριακή"
και "εσχατολογική" καθόσον αναφέρεται στο μυστήριο της Θείας
Οικονομίας. Δεν αναφέρεται λοιπόν σε “έθνη” και “πολιτισμούς” (σε φύλα ή θρησκείες)
για τα οποία τόσο σεμνύνονται ανέκαθεν οι «ορθόδοξες Εκκλησίες» (sic) αλλά στην
ανακεφαλαίωση πάντων των διεστώτωνστον Χριστό.
Όσοι δεν είδαν ότι αυτή ακριβώς η αναφορά των
επιμέρους Εκκλησιών σε Έθνη και Πολιτισμούς (ιστορικά αντιθετικούς όπως είναι
φυσικό) ήταν το βασικό εκκλησιολογικό πρόβλημα κατά την Πανορθόδοξη σύνοδο της
Κρήτης, φοβάμαι ότι δεν είδαν γυμνή την πραγματικότητα, έτσι όπως (δυστυχώς)
είναι.
Διότι δυστυχώς φάνηκε στην Κρήτη ότι οι
Εκκλησίες που ήσαν παρούσες στη σύνοδο παραμένουν αμετανόητα “ιστοριοκεντρικές”
(και εθνοκεντρικές) και όχι “μυστηριοκεντρικές” (και
ευχαριστιοκεντρικές). Παραμένουν ως Εκκλησίες Εθνοκεντρικές και όχι
Χριστοκεντρικές.
Όπως λέει σωστά και ο αρθρογράφος η
Εκκλησία της Ανατολής είναι “δέσμια” της ιστορίας (δηλ. του παρελθόντος) και
των πολιτισμικών, εθνικών κ.α. αντιθέσεών που δημιουργούνται μέσα στην
ιστορία. Δηλ., προσθέτω, έχει έντονη τη “μνήμη του παρελθόντος” (των
πολιτισμών και των εθνών της) αλλά όχι και τη “μνήμη του μέλλοντος”
(δηλ. του Χριστού που έρχεται από το μέλλον της Βασιλείας του). Αυτό μάλιστα σε
κατάφωρη αντίθεση με όσα λέγονται στη θεολογία. Η εκκλησιαστική πράξη και η
στάση διαψεύδει τηνεκκλησιολογία και είναι κρίμα. Στην προοπτική των παραπάνω
ας διαβάσουμε τον αρθρογράφο.
III. Κείμενο Π.Μ. “Αλλωστε, αν οι
Εκκλησίες είχαν ταυτιστεί αποκλειστικά με λαούς ή χώρες, θα λέγαμε απλώς ότι
όσο θεόπνευστοι κι αν είναι οι ηγέτες τους, παραμένουν δημιουργήματα της Ιστορίας,
ή μάλλον δέσμιοί της• ως εκ τούτου, αφήνουν την πραγμάτωση των
ευαγγελικών ή αποστολικών εντολών για κάποια άλλη ζωή, εξωιστορική, στο
επέκεινα”.
Παρατήρηση Κ.Α.: Ευστοχώτατη θεολογικά
και εκκλησιολογικά παρατήρηση (μακάρι να την έκαναν και άλλοι). Ο αρθρογράφος
πολύ σωστά επισημαίνει τον «ιστοριοκεντρισμό» της αυτοκρατορικής (και
μετέπειτα της εθναρχικής) εκκλησιολογίας της Ορθοδοξίας. Το ζήτημα συνεπώς
είναι αν κατανοούμε, αν ζούμε την οντότητα της Εκκλησίας “ιστοριοκεντρικά” (και
συνεπώς πολιτισμοκεντρικά και εθνοκεντρικά) ή αντίστροφα αν την κατανοούμε
“εσχατοκεντρικά” (και συνεπώς μυστηριοκεντρικά και χριστοκεντρικά).
Το βασικό ερώτημα λοιπόν που πρέπει να
θέσουμε στους εαυτούς μας με ειλικρίνεια είναι με λίγες λέξεις: Τι
καταλαβαίνουμε (ειδικά οι ορθόδοξοι) όταν λέμε "Εκκλησία";
Καταλαβαίνουμε "Εκκλησία του Χριστού Ιησού" ή "Εκκλησία του
Έθνους" (ή της μετα-βυζαντινής πλουραλιστικής πραγματικότητας) ;;; Όχι
τι καταλαβαίνουμε θεωρητικά αλλά τι καταλαβαίνουμε έμπρακτα, με τη στάση μας.
Διότι ο "Χριστός" και η “Βασιλεία” από τη μια μεριά, το "Έθνος"και
ο “Πολιτισμός” από την άλλη δεν
συγχέονται επουδενί στην εκκλησιολογία, δηλ. στη θεώρηση της οντότητας της Εκκλησίας,
καθόσον ανήκουν σε εντελώς διαφορετικά οντολογικά επίπεδα (χάριτος/φύσεως). Δεν
μπορούν συνεπώς να συγχέονται ούτε στη πράξη. Διαφορετικά έχουμε μια "εθνικιστική"
(ή “πολιτισμική”) εκκλησιολογία και όχι μια "ευχαριστιακή" (ή
“μυστηριακή”) εκκλησιολογία όπως υποτίθεται ότι έχουμε (και τολμάμε
ανερυθρίαστα να το διατυμπανίζουμε στους οικουμενικούς διαλόγους ενώ το
διαψεύδει περίτρανα αν μη τι άλλο η ιστορία της Πανορθόδοξης συνόδου και
γενικότερα η εθναρχική μας στάση).
IV. Κείμενο Π.Μ.: Δεν έχουν άραγε το
δικαίωμα οι ιεράρχες να μιλούν για τα κοσμικά; Ουδείς μπορεί να τους το
στερήσει. Το δικαίωμα να πολιτεύονται δεν έχουν, να φέρονται σαν ηγέτες
κόμματος που επιχειρεί να εκβιάσει την πολιτεία με κωδωνοκρουσίες πλαστού
εθνικού πανικού, αρές και αναθέματα. Δεν αποτελείται από πρόβατα το
ποίμνιο. Πολίτες το απαρτίζουν.
Παρατήρηση Κ.Α.: Όσο για τους
"πολιτευόμενους" ιεράρχες της Εκκλησίας, αν πρόκειται για ιεράρχες
της Εκκλησίας ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (δηλ. “επισκόπους”), όχι της Εκκλησίας ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (δηλ.
“εθνάρχες”), ισχύει ο τίτλος του σημειώματός μας: «Τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι
... τα του Χριστού, τω Χριστώ». Ως "ιδιώτες" (ατομικά δηλαδή),
οι ιεράρχες μπορούν (και οφείλουν) να είναι πατριώτες. ΄Οχι όμως ως "επίσκοποι"
της Εκκλησίας του Θεού και του Χριστού(σε ευχαριστιακό δηλαδή
πλαίσιο). Σύμφωνοι; Η πολιτική ιδεολογία του Ευσεβίου Καισαρείας και της
“εθναρχίας” έχει κάνει τον κύκλο της και έχει ιστορικά ξεπεραστεί.
Παρεκτός βέβαια αν η «ευχαριστία» (μια
και μιλήσαμε για “ευχαριστιακό πλαίσιο”), αντί για «ευχαριστία της
εσχατολογικής βασιλείας του Χριστού», έχει γίνει στη συνείδησή των ιεραρχών
(και των πιστών) «ευχαριστία της ιστορικής κυριαρχίας του έθνους» (του
κάθε έθνους για λογαριασμό του και σε αντίθεση με τα άλλα). Ελπίζω να με
εννοούν οι αναγνώστες. Αλλά τότε η Εκκλησία, η όποια Εκκλησία -και αυτό ισχύει
απολύτως- έχει απολέσει την ίδια την εκκλησιακότητά της, το "είναι-εκκλησία", διότι έχει
εκκοσμικευτεί σε “εθνο-εκκλησία”.
Φαίνεται ότι δυστυχώς σε πολλούς
"ιεράρχες" (και στην "Εκκλησία" υπάρχει ... σύγχυση “ταυτοτήτων” και
“ιδιοτήτων” (πνευματική και θεολογική). Και κυρίως σύγχυση “ιστορίας” και
“εσχατολογίας”, σύγχυση της «ιστορίας του Έθνους» και του «μυστηρίου
της Βασιλείας». Της Βασιλείας του Χριστού, όχι του ‘Εθνους ή της
Αυτοκρατορίας, ή του βυζαντινού πολιτισμού κ.λπ. (μην τα μπερδεύουμε συνέχεια
please, γιατί μας έχει πιάσει αναγούλα). Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε
βρισκόμαστε από πνευματικής και θεολογικής απόψεως σε πολύ σοβαρή
εκκλησιολογική αίρεση και κακοδοξία: σε αυτήν της “εθνο-εκκλησιολογίας”.
Και
πλείστοι όσοι ορθόδοξοι ιεράρχες, κληρικοί και θεολόγοι, που βρίσκουν τους
πάντες (εκτός των ιδίων βέβαια) “αιρετικούς” ή “οικουμενιστές” κ.τλ., ακριβώς
λόγω αυτής της “εθνο-εκκλησιολογίας” τους, ας θυμηθούν την ευαγγελική ρήση: “τι
δε βλέπεις το κάρφος εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σωοφθαλμώδοκόν
ου κατανοείς;” (Μτθ 7, 3).