Το αδιέξοδο και το δράμα της ορθόδοξης εκκλησιολογίας - Σκέψεις γύρω από το Ουκρανικό ζήτημα
Στο παρακάτω σημείωμα θα ήθελα να διατυπώσω μερικές σκέψεις μου
για την ορθόδοξη εκκλησιαστική πραγματικότητα, ειδικά μετά την έκβαση της
Πανορθόδοξης Συνόδου της Κρήτης και το σημερινό Ουκρανικό ζήτημα. Θα εστιαστώ
κυρίως σε αυτό που θεωρώ ως αδιέξοδο της ορθόδοξης εκκλησιολογίας και θα
αναφερθώ καταληκτικά στις ιστορικές, ή μάλλον ιστορικο-θεολογικές
αφετηρίες αυτού του αδιέξοδου. Εννοείται ότι οι παρακάτω σκέψεις δεν
δεσμεύουν παρά μόνον εμένα, τη θεολογική μου αντίληψη και τη συνείδησή μου. Δεν
εκφράζω κανέναν άλλον: ούτε την ορθόδοξη άποψη, ούτε την καθολική άποψη, ούτε
καμία άλλη ομολογιακή άποψη. Επειδή διακρίνω σαφέστατα την "κριτική
λειτουργία" της θεολογίας από την "διδακτική αυθεντία" της
Εκκλησίας δεν θεωρώ τον εαυτό μου "ομολογιακό θεολόγο", ένα είδος
μισσιονάριου της Ομολογίας του.
1. Ο όρος «Εκκλησία»
περιγράφει στην ιστορία μια δισδιάστατη πραγματικότητα: τόσο την «κατά τόπους
Εκκλησία» όσο και την «ανά την οικουμένη Εκκλησία». Δεν μπορούμε να
αποδεσμεύουμε την μια διάσταση (την «τοπική») από την άλλη (την «παγκόσμια»)
χωρίς κίνδυνο ανισορροπίας στην εκκλησιολογία. Αν όπως πιστεύουμε από κοινού
ορθόδοξοι και καθολικοί η "Εκκλησία" είναι ταυτόχρονα «μυστήριο» και
"εμπειρική πραγματικότητα", η «τοπική» εκκλησιακή πραγματικότητα έχει
ευχαριστιακή βάση και θεμέλιο, η δε «παγκόσμια» εκκλησιακή πραγματικότητα έχει
κοινωνιακή βάση και θεμέλιο. Επειδή το «τοπικό» και το «παγκόσμιο» δεν χωρίζονται
αλλά αλληλοεξαρτώνται, το «ευχαριστιακό» και το «κοινωνιακό» πάνε επίσης μαζί
σε μια ισορροπημένη εκκλησιολογία.
Η θέση μου είναι ότι η μέχρι σήμερα κρατούσα ορθόδοξη
εκκλησιολογία αποδεσμεύει τις δυο αυτές διαστάσεις της Εκκλησίας πριμοδοτώντας
την ευχαριστιακή-τοπική διάσταση εις βάρος της κοινωνιακής-παγκόσμιας
διάστασης. Πράγματι, στο πλαίσιο μιας μοναδιάστατα «ευχαριστιακής
εκκλησιολογίας» –και όχι όπως θα έπρεπε μιας δισδιάστατα
«ευχαριστιακής-και-κοινωνιακής εκκλησιολογίας»– θεωρεί ότι μόνον το
«ευχαριστιακό» ή ακριβέστερα το «Λειτουργικό» (Θ. Λειτουργία) ανήκει στο
«είναι» (esse), στην οντολογία της Εκκλησίας, ενώ το «κοινωνιακό» ανήκει
τρόπον τινά στο «ευ είναι» (beneesse), στην «κανονική ευταξία» της Εκκλησίας.
Θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει εδώ ότι με την θεώρηση αυτή δημιουργείται διάζευξη
μεταξύ «Λειτουργίας» (ευχαριστίας) και «Ιστορίας» (κοινωνίας) στην εκκλησιολογία.
Είναι σωστό ότι η Εκκλησία αποτελεί φανέρωση της «μετα-ιστορικής»
πραγματικότητας της οποίας έχουμε προληπτική και «από μέρους» εμπειρία στη Θ.
Λειτουργία. Η φανέρωση όμως αυτή είναι για την «Ιστορία», για να διαχυθεί και
να κηρυχτεί στην «Ιστορία», έτσι ώστε να μεταμορφώνει σταδιακά, όσο είναι
δυνατόν, την «Ιστορία» διανοίγοντάς την στη «Βασιλεία». Με μια λέξη να την
εκκλησιοποιεί ή ακριβέστερα να τη χριστοποιεί.
2. Η «Εκκλησία» ήταν πάντα
«Εκκλησία Εκκλησιών εν κοινωνία», παγκόσμια κοινωνιακή Εκκλησία τοπικών
Εκκλησιών, δηλ. μια πλουραλιστική αλλά κοινωνούσα επί τω αυτώ πραγματικότητα:
ΠΟΛΛΕΣ «Εκκλησίες» αλλά σε ΜΙΑ «κοινωνία» Εκκλησιών γύρω από ένα ΚΕΝΤΡΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑΣ με ανάλογη «ΑΥΘΕΝΤΙΑ». Αυτή η «κοινωνιακότητα» γύρω από
ένα επισκοπικό κέντρο με ανάλογη (δηλ. κοινωνιακή) «αυθεντία και χάρισμα» είναι
συστατική του «είναι» της Εκκλησίας τόσο όσο είναι η «ευχαριστιακότητα» γύρω
από τον επίσκοπο με την δική του (ευχαριστιακή) «αυθεντία και χάρισμα». Διότι
«ευχαριστιακότητα» και «κοινωνιακότητα» όπως είπαμε δεν μπορούν να μην
πηγαίνουν μαζί. Στην Εκκλησία, «αυθεντία και χάρισμα» σημαίνει πάντα «υπεύθυνη
αρμοδιότητα» ενώπιον Χριστού (για να μην πω «εξουσία»).
Στη βάση της «ευχαριστιακότητας» η «κοινωνιακότητα» των
επισκοπικών κέντρων λάμβανε ανέκαθεν χώρα σε διάφορα επίπεδα: από την
«υπερ-τοπική κοινωνιακότητα» των μητροπολιτικών και πατριαρχικών
κέντρων έως την «παγκόσμια κοινωνιακότητα» του «πρώτου επισκοπικού
κέντρου», του «πρώτου» των επισκόπων μιας τοπικής Εκκλησίας. Υποστηρίζω
απερίφραστα ότι για την «ανά τον κόσμο» Ορθοδοξία το πρώτο επισκοπικό κέντρο
κοινωνίας και ενότητας θα έπρεπε να είναι ο Κωνσταντινουπόλεως (ο «πρώτος»
επίσκοπος της Ορθοδοξίας) κατ΄αναλογίαν όπως για την «ανά τον κόσμον» Εκκλησία
είναι ο Ρώμης (ο «πρώτος» επίσκοπος της Χριστιανοσύνης). Στο σημείο αυτό η
ορθόδοξη εκκλησιολογία, ακριβώς ως μονοδιάστατα Λειτουργική-ευχαριστιακή και
όχι ταυτόχρονα ΚΑΙ Ιστορική-κοινωνιακή, παρουσιάζει τεράστιο έλλειμμα. Και τις
συνέπειες αυτού του ελλείμματος τις είδαμε ξεκάθαρα στην Πανορθόδοξη Σύνοδο
της Κρήτης.
3. Η θεολογική επεξεργασία
την έννοιας του «πρώτου» καθώς επίσης και αυτού που ονόμασα «αυθεντία και
χάρισμα» είναι επείγουσα για την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Αυτό όμως σημαίνει η
εκκλησιολογία αυτή να πάψει να είναι μονοδιάστατα «Λειτουργική» και «ευχαριστιακή»
και να γίνει «Λειτουργική-και-Ιστορική», ή με άλλα λόγια
«ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή». Διαφορετικά το εκκλησιολογικό αδιέξοδο θα είναι
μόνιμο.
Χωρίς κέντρο κοινωνίας και ενότητας με αρμόδια «αυθεντία και
χάρισμα» οι "πολλές" Εκκλησίες –εν προκειμένω οι ορθόδοξες
πατριαρχικές και αυτοκέφαλες Εκκλησίες– δεν είναι (ούτε μπορούν να είναι)
ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ και ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ «κοινωνούσες Εκκλησίες» επί τω αυτώ ως «μια
Εκκλησία». Θα είναι απλώς «πολλές παράλληλες Εκκλησίες» που δεν συγκλίνουν
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ σε μια κοινωνία ενότητας γύρω από ένα επισκοπικό-ευχαριστιακό
«κέντρο» (ή αν προτιμάμε γύρω από ένα «κέντρο των κέντρων») όπως συμβαίνει
σήμερα. Διότι οι ορθόδοξοι, με τις δεδομένες προϋποθέσεις μιας
μονοδιάστατα «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας» όπως είπαμε παραπάνω, με την
διάζευξη εκκλησιολογίας (Λειτουργία) και κανονικού δικαίου (εκκλησιαστική
τάξις), αρνούνται να αναγνωρίσουν τον Κωνσταντινουπόλεως ως παγκόσμιο κέντρο
ορθόδοξης κοινωνίας και ενότητας με αρμόδια «αυθεντία και χάρισμα».
4. Είπαμε ότι αυτό που
ονομάζουμε «εκκλησία» είναι ταυτόχρονα «μυστήριο» (ευχαριστιακό μυστήριο) και
«εμπειρική πραγματικότητα» (κοινωνιακή πραγματικότητα). Είπαμε επίσης ότι αυτή
η διπλή διάσταση παρατηρείται τόσο σε τοπικό επίπεδο (επισκοπικό), όσο και σε
υπερτοπικό επίπεδο (μητροπολιτικό, πατριαρχικό) επίπεδο καθώς επίσης και σε
παγκόσμιο επίπεδο (του «πρώτου» των επισκόπων ή πατριαρχών). Δυστυχώς στην
ορθόδοξη "εκκλησιολογία" (δηλ. στη θεολογία περί εκκλησίας) λέμε
ακόμα και σήμερα ότι η εκκλησία είναι ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ πραγματικότητα (ότι δηλ.
θεμελιώνεται στην ευχαριστία υπό τον επίσκοπο) αλλά δεν λέμε επίσης –όπως θα
έπρεπε να λέμε– ότι είναι ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ πραγματικότητα. Μιλάμε δηλ. για
«ευχαριστιακή» εκκλησιολογία αλλά όχι για «ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή»
εκκλησιολογία. Έτσι η κάθε τοπική εκκλησία (υπό τον επίσκοπο) είναι ουσιαστικά
αυτόνομη (για να μην μιλήσουμε για το κάθε πατριαρχείο ή αυτοκέφαλη εκκλησία)!
Με μια λέξη υπερτιμώντας κατά κάποιον τρόπο την εκκλησιολογική
σημασία της ευχαριστιακής ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ υποτιμούμε την εκκλησιολογική σημασία της
ιστορικής ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και δίνουμε στην Κοινωνία μια σημασία απλώς «κανονικής
ευταξίας» ή απλής μυστικιστικής σύμπτωσης στη Λειτουργία. Όμως, όσο η
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ (και ο επίσκοπος) ανήκει στο «είναι» της Εκκλησίας άλλο τόσο και η
ΚΟΙΝΩΝΙΑ (και ο "πρώτος" επίσκοπος) ανήκει στο «είναι» της Εκκλησίας.
Δεν ανήκει –όπως λέει σήμερα (κακώς) η ορθόδοξη εκκλησιολογία– η μεν ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
(και ο επίσκοπός της) στο «ΕΙΝΑΙ» της Εκκλησίας η δε ΚΟΙΝΩΝΙΑ (και ο «πρώτος»
των επισκόπων της) στο «ΕΥ ΕΙΝΑΙ» της εκκλησίας. Δηλ. δεν είναι ουσιαστική μόνο
η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ για τη συγκρότηση της Εκκλησίας ως Εκκλησίας αλλά και η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
των Εκκλησιών και Ευχαριστιών. Με λίγα λόγια: δεν μπορεί μια Εκκλησία να είναι
και να θεωρείται ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ (γύρω από τον τοπικό επίσκοπο) χωρίς ταυτόχρονα
να είναι και ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ (γύρω από τον «πρώτο» επίσκοπο).
5. Η ορθόδοξη
εκκλησιολογία, επειδή αναγνωρίζει μόνον την "ευχαριστιακή" παράμετρο
αλλά όχι και την "κοινωνιακή" στη συγκρότηση της Εκκλησίας είναι κατά
την άποψή μου ΚΟΛΟΒΗ! Εκεί οφείλεται πιστεύω το εκκλησιολογικό αδιέξοδο της
Ορθοδοξίας. Και οι αφετηρίες του είναι κυρίως ιστορικές όπως θα δούμε στο επόμενο
μέρος.
Το αποτέλεσμα αυτής της κολοβής εκκλησιολογίας και πράξης είναι να
έχουμε απλώς πολλές «Ορθόδοξες Εκκλησίες», σε «ευχαριστιακή» επισκοπική βάση η
καθεμία αλλά όχι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και μια «Ορθόδοξη Εκκλησία» σε
«ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή» βάση. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει κανείς που να
είναι εξουσιοδοτημένος να προΐσταται και να μεριμνά για την εκκλησιαστική
κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο και να μιλάει αυθεντικά όταν χρειάζεται εξ
ονόματος ΟΛΗΣ της Ορθοδοξίας. Και τούτο διότι όπως έχει σήμερα, η
εκκλησιολογία της ούσα ευχαριστιακή εκκλησιολογία (και όχι
ευχαριστιακή-και-κοινωνιακή εκκλησιολογία) δεν το προβλέπει ούτε το
κατοχυρώνει. Έτσι δεν υπάρχει στην πράξη, εμπειρικά μια "Ορθόδοξη
Εκκλησία" αλλά πολλές παράλληλες "Ορθόδοξες Εκκλησίες"
(πατριαρχικές και αυτοκέφαλες) που συν-υπάρχουν απλώς ευχαριστιακά, στον
ορίζοντα της Θείας Λειτουργίας: συν-υπάρχουν όμως πολλές φορές ως
ανταγωνιστικές, ασυνεννόητες και πρακτικά ακοινώνητες "Ορθόδοξες
Εκκλησίες".
Το εκκλησιολογικό στάτους της σημερινής Ορθοδοξίας είναι ο
«συνοδισμός» (Konziliarismus), δηλ. ένα είδος «άναρχης» συνομοσπονδίας
Εκκλησιών (σε Λειτουργική βάση και κοινά δόγματα), και τίποτε άλλο δυστυχώς.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα τόσο στις μεταξύ των Ορθοδόξων
Εκκλησιών σχέσεις όσο στον Δια-χριστιανικό διάλογο. Απουσία ενεργού
συντονιστικού κέντρου («αρχής») της κοινωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν
ξέρουν οι μη-Ορθόδοξοι με ποιά από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες θα πρέπει να
διαπραγματευτούν.
Το βασικό στοιχείο των παραπάνω είναι η απουσία ΚΕΝΤΡΟΥ
ενότητας και αυθεντίας στην εκπροσώπηση καθώς και η απουσία πραγματικής
"συν-οδικότητας" (συν-οδεύω, περπατάω μαζί) στην σημερινή Ορθοδοξία.
Διότι οι Εκκλησίες invia προς την Βασιλεία, δεν «οδεύουν» μόνο στη Θ.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (ευχαριστιακά) αλλά οδεύουν και στην ΙΣΤΟΡΙΑ (κοινωνιακά). Και με
αυτή την καταληκτική εκκλησιολογική παρατήρηση περνάω στο δεύτερο μέρος του
σχολίου μου, το ιστορικό. Πως θα μπορούσε ενδεχομένως να εξηγηθεί ότι η
ορθόδοξη εκκλησιολογία, ενώ αναγνωρίζει ορθά τη σημασία του ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΥ (στη
Θ. Λειτουργία) ταυτόχρονα παραγνωρίζει τη σημασία του ΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ (στην Ιστορία)
για το ίδιο το είναι της Εκκλησίας. Για το θέμα αυτό πολλές υποθέσεις έχουν
γίνει. Ότι λ.χ. η χριστιανική Ανατολή αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ουσιαστικά
σαν «μετα-ιστορική» και αποκαλυπτική των εσχάτων πραγματικότητα (πράγμα που
είναι μεν σωστό αλλά η Εκκλησία δεν είναι μόνο αυτό …). Στο τελευταίο βιβλίο
μου παρουσιάζω την δική μου υπόθεση, θα τη δείτε.
6. Σχετικά με το Ουκρανικό
ζήτημα ένας φίλος είπε: "Λένε ότι αυτοί, οι Ρώσοι Ορθόδοξοι, είναι σχεδόν
οι μισοί όλων των Ορθοδόξων παγκοσμίως. Σ΄αυτό στηρίζονται, σε τίποτα άλλο.
ΤΗΝ 3η ΡΩΜΗ ΠΟΘΟΥΝ". Πιστεύω, απάντησα, ότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
Αυτή είναι η αιτία, το Ουκρανικό θέμα είναι απλώς η αφορμή. Το ζήτημα είναι
όμως ότι η ορθόδοξη θεολογία έχει μια εντελώς εμβρυακή και λανθασμένη αντίληψη περί
αρχής και αυθεντίας ("πρωτείου") στην Εκκλησία.
7. Για να το πω όσο πιο
απλά γίνεται. Όπως παρατήρησαν και μελετητές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το
"πρωτείο", για να είναι όντως τέτοιο, και όχι άδειο πουκάμισο, δεν
σημαίνει απλά, όπως κακώς νομίζεται, primus INTER PARES. Σημαίνει –διαλεκτικά–
τόσο primus INTER PARES όσο και primus SINE PARIBUS. Και τα δύο μαζί. ΟΧΙ ΜΟΝΟ
ΤΟ ΕΝΑ Ή ΜΟΝΟ ΤΟ ΑΛΛΟ. Δηλ. με άλλα λόγια, ο "πρώτος" είναι συνάμα
και ΕΝΤΟΣ του επισκοπάτου (ως επίσκοπος) και ΥΠΕΡΑΝΩ του επισκοπάτου (ως
πρώτος). Δηλ. είναι και "ΕΝΑΣ εκ των επισκόπων", αλλά και "Ο
ΠΡΩΤΟΣ των επισκόπων". Διότι, ως "πρώτος", είναι Ο ΕΝΑΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ
ΠΟΛΛΩΝ. Πράγμα που σημαίνει –αντίστροφα– ότι και οι «πολλοί» είναι ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΝΟΣ, ο οποίος σε αυτή τη διαδικασία "προσωποποιεί" την
ΕΝΟΤΗΤΑ της Εκκλησίας, την κοινωνιακή ενότητα.
8. Αυτό ακριβώς –και
τίποτε άλλο επί της ουσίας– λέει η Ρωμαϊκή εκδοχή του "πρωτείου" η
οποία όπως έχω χιλιοειπεί έχει την προέκτασή της στον Κωνσταντινουπόλεως (ως
προέκταση ή τοποτηρητεία του Ρώμης για την Ορθοδοξία). Η έκφραση "δια το
είναι αυτήν νέανΡώμην, δευτέραν μετ' εκείνην υπάρχουσα" (της β'
Οικουμενικής) αυτό ακριβώς σημαίνει: ότι η Κωνσταντινούπολη είναι εκκλησιαστικά
ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ (και όχι ΑΝΑΙΡΕΣΗ ή ΝΤΟΥΜΠΛΑΡΙΣΜΑ) της παλαιάς Ρώμης, είναι ΜΕΤΟΧΗ
στο πρωτείο της παλαιάς Ρώμης (για την Ορθοδοξία). Οι Ρώσοι όμως το
"ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΔΙΑ ΜΕΤΟΧΗΣ" –όπως και πριν απ' αυτούς ορισμένοι
Βυζαντινοί από ένα σημείο και μετά– το αντιλαμβάνονται ως ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ": της "πρεσβυτέρας Ρώμης" από την «νέα Ρώμη» και
της «νέας Ρώμης» από την «τρίτη Ρώμη».
9. Στην κοινωνία των
Εκκλησιών υπάρχει μόνο ένα «ΠΡΩΤΕΙΟ» γιατί μία και μόνη είναι η «ΚΟΙΝΩΝΙΑ».Το
«πρωτείο» είναι αυτό της CATHEDRA UNITATIS (πρεσβυτέρας Ρώμης). Όχι δυο ή τρία
ή δεκατρία «πρωτεία» διότι τότε τόσες θα ήταν και οι «κοινωνίες» των Εκκλησιών.
Θα είχαμε παράλληλες Εκκλησίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ένα και μοναδικό
αυτό «πρωτείο» είναι αμέθεκτο. Εδώ είναι η χοντρή παρανόηση. Αντίθετα είναι
ΜΕΤΕΧΟΜΕΝΟ ΕΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Και η πρώτη μετοχή σε αυτό, η πρώτη διεύρυνσή του
είναι η νέα Ρώμη. Το "πρωτείο" του Κωνσταντινουπόλεως (interpares +
sine paribus για την Ορθοδοξία) προϋποθέτει εκκλησιολογικά το μοναδικό
"πρωτείο" της CATHEDRA UNITATIS (και πατάει επάνω σε αυτό) διότι
πρόκειται για πρωτείο δια κοινωνίας και μετοχής σε αυτή την CATHEDRA, όχι για
παράλληλο πρωτείο.
10. Αυτό είναι το παλούκι
της Ορθοδοξίας, συγχωρείστε μου την έκφραση, το αξεκαθάριστο πνευματικά και
θεολογικά θέμα. Μη αναγνωρίζοντας την Ρώμη ως CATHEDRA UNITATIS, δεν έχει που
να στηρίξει, που να θεμελιώσει το δικό της "πρωτείο" (το οποίο ως
"νέα" Ρώμη είναι "πρωτείο" δια κοινωνίας και μετοχής σε
αυτό της πρεσβυτέρας Ρώμης). Και έτσι το "πρωτείο" του
Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει "ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ" χαρακτήρα (δεν αναφέρεται
στο «είναι» της Ορθοδοξίας) αλλά απλώς και μόνον "ΚΑΝΟΝΙΚΟ" χαρακτήρα
(αναφέρεται στο «ευ είναι» της Ορθοδοξίας). Και συνεπώς η αυθεντία του είναι
περιορισμένη στα μόνα ΚΑΝΟΝΙΚΑ πλαίσια. Δεν έχει ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ θεμελιωμένη
ΑΥΘΕΝΤΙΑ. Αυτό ακριβώς είδαμε και στη Σύνοδο της Κρήτης το 2016. Δεν ξέρω αν με
αυτά που σας έδωσα μπορείτε κάτι να καταλάβετε από το δίλημμα της Ορθοδοξίας
–και του Κωνσταντινουπόλεως– πως τίθεται.
Τη συνέχεια, αυτών και άλλων, στο βιβλίο…