Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας (Πρώτο Μέρος)




Το κείμενο που χρησιμοποιούμε είναι η νεοελληνική μετάφραση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Κάκτος - Libreria Editrice Vaticana, Αθήνα 1996 με ελάχιστες τροποποιήσεις. Οι αριθμοί σε αγκύλες παραπέμπουν στην παράγραφο της Κατήχησης. Για μεγαλύτερη ευκολία ανάγνωσης και αναστοχασμού το κείμενο είναι χωρισμένο σε αριθμημένα "ΒΗΜΑΤΑ". Ένα την κάθε φορά είναι καλά ...


ΒΗΜΑ 1

I. Εισαγωγικα
Η «Kατήχηση της Kαθολικής Eκκλησίας» (ΚτΚΕ) είναι ένα ογκώδες έργο σε τέσσερα μέρη. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα τετράτομο έργο. Η κατήχηση αυτή έχει συνταχθεί σαν μια οργανική παρουσίαση όλης της καθολικής πίστεως. Πρέπει λοιπόν να τη διαβάσουμε σαν μια ενότητα [18]. Το σχέδιο είναι εμπνευσμένο από την μεγάλη παράδοση των κατηχήσεων, οι οποίες συνθέτουν τα κατηχητικά θέματα σε τέσσερις «πυλώνες»: την «ομολογία της πίστεως» κατά το βάπτισμα (Σύμβολο), τα «ιερά μυστήρια της πίστεως», τη «ζωή της πίστεως» (εντολές), την «προσευχή του πιστού» (Πάτερ ημών) [13].
Το κέντρο βάρους αυτής της κατηχήσεως βρίσκεται στην παρουσίαση της χριστιανικής διδασκαλίας. Πραγματικά, θέλει να μας βοηθήσει να εμβαθύνουμε στη γνώση της πίστεώς μας. Κατά συνέπεια, κατευθύνεται προς την ωρίμανση αυτής της πίστεως, τη ρίζωσή της μέσα στη ζωή και την ακτινοβολία της μέσα από τη μαρτυρία μας [23].
‘Οποιος διδάσκει την κατήχηση οφείλει να γίνει όλα για όλους, για να κερδίσει όλο τον κόσμο στον Ιησού Χριστό… Προπάντων ας μη φαντάζεται ότι έχει αναλάβει μόνο ένα τύπο ψυχών και επομένως ότι έχει την άνεση να διδάσκει και να μορφώνει εξίσου όλους τους πιστούς στην αληθινή ευλάβεια, με την ίδια μοναδική μέθοδο και πάντα την ίδια! Ας γνωρίζουν καλά ότι σε σχέση με τον Ιησού Χριστό μερικοί είναι σαν τα νεογέννητα παιδιά, άλλοι όπως οι έφηβοι, και άλλοι σαν ώριμοι άνθρωποι με όλες τις δυνάμεις… Όσοι είναι καλεσμένοι στη διακονία του κηρύγματος, όταν διδάσκουν τα μυστήρια της χριστιανικής πίστεως και τους κανόνες της ηθικής, οφείλουν να προσαρμόζουν τα λόγια τους στο πνεύμα και στη νοημοσύνη των ακροατών τους. [24 Ρωμ. Κατήχ. Πρόλογος 11]
Όλος ο προορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας και της μεταδόσεως της πρέπει να τοποθετείται μέσα στην αγάπη που δεν τελειώνει. Γιατί μπορούμε να παρουσιάζουμε αυτό που πρέπει να πιστεύουμε, να ελπίζουμε ή να κάνουμε. Αλλά πάντοτε και σε όλα οφείλουμε να παρουσιάζουμε την αγάπη του Κυρίου μας, ώστε ο καθένας να καταλάβει ότι κάθε πράξη που είναι ολοκληρωτικά χριστιανική δεν έχει άλλη προέλευση από την αγάπη, ούτε άλλο προορισμό από την αγάπη [25 Ρωμ. Κατ. Πρόλογος 10].
Η κατήχηση χωρίζεται (παραδοσιακά) σε 4 μέρη (4 πυλώνες).

 
II. Δομή ΚτΚΕ
1ο μερος. Η ομολογια της πιστεως
Όσοι με την πίστη τους και το Βάπτισμα ανήκουν στον Χριστό οφείλουν να ομολογούν την πίστη του Βαπτίσματός τους μπροστά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η κατήχηση εκθέτει πρώτα σε τι συνίσταται η Αποκάλυψη, με την οποία ο Θεός απευθύνεται και δωρίζεται στον άνθρωπο, και την πίστη με την οποία ο άνθρωπος απαντά στον Θεό (1ο τμήμα). Το Σύμβολο της Πίστεως συνοψίζει τα δώρα που ο Θεός κάνει στον άνθρωπο ως Δημιουργός κάθε καλού, ως Λυτρωτής, ως Εξαγιαστής, και τα συνδέει γύρω από τα «τρία κεφάλαια» του Βαπτίσματός μας – την πίστη σε ένα μοναδικό Θεό:
  • τον Παντοδύναμο Πατέρα, το Δημιουργό
  • τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, Κύριο και σωτήρα μας
  • το ‘Αγιο Πνεύμα, μέσα στην Αγία Εκκλησία (2ο τμήμα) [14]

2ο μερος. Τα ιερα μυστηρια της πιστεως

Το δεύτερο μέρος της κατηχήσεως εκθέτει με ποιο τρόπο το σωστικό έργο του Θεού, που πραγματοποιήθηκε μια για πάντα από τον Ιησού Χριστό και από το Άγιο Πνεύμα, διαιωνίζεται στις ιερές πράξεις της Θείας Λατρείας της Εκκλησίας (1ο τμήμα), και ιδιαίτερα στα επτά μυστήρια (2ο τμήμα). [15]

3ο μερος. Η ζωη της πιστεως

 Το τρίτο μέρος της κατηχήσεως παρουσιάζει τον τελικό προορισμό του ανθρώπου, που είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού: την ευτυχία και τους δρόμους για να φθάσουμε σ’αυτήν: διαμέσου της σωστής και ελεύθερης συμπεριφοράς μας με τη βοήθεια του νόμου και της χάρης του Θεού (1ο τμήμα), διαμέσου μιας δράσεως που εφαρμόζει τη διπλή εντολή της αγάπης, μέσα στις δέκα εντολές του Θεού (2ο τμήμα) [16]

 
4ο μερος. Η προσευχη μεσα στη ζωη της πιστεως

 

Το τελευταίο μέρος της κατήχησης παρουσιάζει το νόημα και τη σπουδαιότητα της προσευχής μέσα στη ζωή των πιστών (1ο τμήμα). Συμπληρώνεται με ένα σύντομο σχόλιο για τα επτά αιτήματα της προσευχής του Κυρίου (2ο τμήμα). Πραγματικά, στα αιτήματα αυτά βρίσκουμε το σύνολο των αγαθών τα οποία οφείλουμε να ελπίζουμε και τα οποία ο ουράνιος Πατέρας θέλει να μας χαρίσει. [17]
 
Εμείς θα ασχοληθούμε (φέτος) με το 1ο μέρος της ΚτΚΕ που είναι η «Ομολογια της πιστεως».


……
III. Δομη 1ου μερους: Η ομολογία της πιστεως
Το 1ο μέρος έχει 2 τμηματα:
1ο τμημα: «Πιστευω/Πιστευουμε»
(Αποκάλυψη – Πίστη)
2ο τμήμα: «Η ομολογια της χριστιανικης πιστεως»
(Ανάλυση του «Πιστεύω»)
…..
Όταν ομολογούμε την πίστη μας, αρχίζουμε να λέμε Πιστεύω/Πιστεύουμε. Πριν λοιπόν να παρουσιάσουμε την πίστη της Εκκλησίας, όπως
 
·            την ομολογούμε στο Πιστεύω,
·            την τελούμε στη Θεία Λατρεία,
·            τη ζούμε στην τήρηση των εντολών και στην προσευχή,
ας διερωτηθούμε τι σημαίνει «πιστεύω». Η «πίστη» είναι η απάντηση του ανθρώπου στο Θεό που αποκαλύπτεται και δωρίζεται στον άνθρωπο, προσφέροντας ταυτόχρονα άπλετο φως στον άνθρωπο αυτόν που αναζητά το τελικό νόημα της ζωής του. Θα εξετάσουμε λοιπόν πρώτα αυτή την αναζήτηση του ανθρώπου (1ο κεφ.), έπειτα τη θεϊκή Αποκάλυψη, με την οποία ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο (2ο κεφ.), και τελικά την απάντηση της πίστεως (3ο κεφ.) [26].
…….

1ο τμημα: «Πιστευω/Πιστευουμε»

 
Κεφ. Ι. Ο άνθρωπος «μπορεί να ανακαλύψει» τον Θεό

Ι.1. Η επιθυμία του ανθρώπου να βρει τον Θεό [27-30]
«Εσύ μας έπλασες για Σένα, και ανήσυχη είναι η καρδιά μας μέχρις ότου αναπαυθεί σε Σένα». (Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις). Η αναζήτηση του Θεού είναι χαραγμένη στην ανθρώπινη καρδιά,  γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό και για τον Θεό. Ο Θεός δεν παύει να προσελκύει τον άνθρωπο προς Εκείνον, και μόνο στον Θεό ο άνθρωπος θα βρει την αλήθεια και την ευτυχία που δεν παύει να αναζητά [27]. Οι ανθρώπινες εκδηλώσεις αυτής της αναζήτησης είναι τόσο παγκόσμιες  ώστε μπορούμε να ονομάσουμε τον άνθρωπο «θρησκευτικό ον» [28]. Αυτή αναζήτηση απαιτεί από τον άνθρωπο όλη την προσπάθεια της διανοίας του, την ευθύτητα της θελήσεως του, μια καθαρή καρδιά, όπως και τη μαρτυρία των συνανθρώπων του που τον μαθαίνουν να αναζητά τον Θεό [30].
Ι.2. Οι δρόμοι που οδηγούν στη γνώση του Θεού [31-35]
Οι δρόμοι για να πλησιάσει κανείς τον Θεό έχουν ως σημείο εκκίνησης τη Δημιουργία: τον υλικό κόσμο και το άνθρωπο [31] – Κόσμος (Ρωμ 1, 19-20), ‘Ανθρωπος (κατ΄εικόνα): Με το άνοιγμά του προς την αλήθεια και την ωραιότητα, με το αίσθημά του για το ηθικό καλό, με την ελευθερία και τη φωνή της συνειδήσεώς του, με τη φιλοδοξία του για το άπειρο και την ευτυχία, ο άνθρωπος αναρωτιέται για την ύπαρξη του Θεού. Ο κόσμος και ο άνθρωπος μαρτυρούν πως δεν έχουν στον εαυτό τους την πρώτη αρχή τους ούτε το έσχατο τέλος τους, αλλά συμμετέχουν στο αυτούσιο Είναι, που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Έτσι, με τους διάφορους αυτούς «δρόμους», ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη γνώση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας που είναι η πρώτη αιτία και το ύστατο τέλος των πάντων, «μιας πραγματικότητας την οποία ονομάζουν Θεό» [34].
Ι.3. Η γνώση του Θεού σύμφωνα με την Εκκλησία [36-38]
«Η αγία Εκκλησία, η μητέρα μας, πιστεύει και διδάσκει ότι ο Θεός, αρχή και τέλος των πάντων, μπορεί να γνωρισθεί με βεβαιότητα, στο φυσικό φως της ανθρώπινης λογικής, ξεκινώντας από τα δημιουργήματα» (Α’ Βατικανή Σύνοδος). Χωρίς αυτή τη δυνατότητα ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δεχθεί την Αποκάλυψη του Θεού. Ο άνθρωπος έχει αυτή τη δυνατότητα γιατί είναι πλασμένος ‘κατ’ εικόνα Θεού’» [36]. Ωστόσο, στις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκεται, ο άνθρωπος αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στο να γνωρίσει τον Θεό μονάχα στο φως της ανθρώπινης λογικής [37]. Γι’αυτό το λόγο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να φωτιστεί από την Αποκάλυψη του Θεού, όχι μόνο σε πράγματα που ξεπερνούν τη διάνοιά του αλλά και σε «θρησκευτικές και ηθικές αλήθειες, που αυτές καθαυτές δεν είναι απρόσιτες στον ανθρώπινο νου, ώστε μέσα στη σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας να μπορέσουν να γίνουν γνωστές από όλους, χωρίς δυσκολία, με σταθερή βεβαιότητα και χωρίς ανάμειξη λάθους» (Α’ Βατικανή Σύνοδος) [38]
Ι.4. Πώς να μιλούμε για τον Θεό; [39-43]
Όπως η γνώση μας για τον Θεό είναι περιορισμένη, έτσι και το λεξιλόγιό μας για τον Θεό είναι επίσης περιορισμένο. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε τον Θεό παρά μόνο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της δημιουργίας και σύμφωνα με τον περιορισμένο ανθρώπινο τρόπο μας να γνωρίζουμε και να σκεφτόμαστε [40]. Όλα τα δημιουργήματα έχουν κάποια ομοιότητα με τον Θεό, προπάντων όμως ο άνθρωπος. Οι πολλαπλές τελειότητες των δημιουργημάτων (η αλήθειά τους, η καλοσύνη τους, η ωραιότητά τους) αντανακλούν την άπειρη τελειότητα του Θεού. Επομένως μπορούμε να ονομάσουμε τον Θεό ξεκι8νώντας από τις τελειότητες των δημιουργημάτων Του [41]. Ο Θεός όμως υπερβαίνει όλη τη Δημιουργία. Επομένως πρέπει να εξαγνίζουμε το λεξιλόγιό μας [42]. Μιλώντας έτσι για τον Θεό, το λεξιλόγιό μας εκφράζεται βέβαια με ανθρώπινο τρόπο, αλλά φθάνει πραγματικά ως τον ίδιο τον Θεό, χωρίς βέβαια να μπορεί να Τον εκφράσει στην άπειρη απλότητά Του. Πραγματικά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι «δεν μπορεί κανείς να βλέπει μια ομοιότητα μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων χωρίς να διαπιστώνει μια ακόμη μεγαλύτερη ανομοιότητα μεταξύ τους» (Δ΄Λατερανού) και ότι «δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτό που είναι ο Θεός, αλλά μάλλον αυτό που Εκείνος δεν είναι, και πως τοποθετούνται τα άλλα όντα σε σχέση μ’ Εκείνον» [43].
 
Κεφ. ΙΙ Ο Θεός έρχεται προς συνάντηση του ανθρώπου
ΙΙ.1 Η Αποκάλυψη του Θεού
Με τον φυσικό του λογισμό ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει με βεβαιότητα τον Θεό διαμέσου των έργων του. Υπάρχει όμως μια άλλη τάξη γνώσεως, στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί με τις φυσιολογικές του δυνάμεις να φθάσει, και αυτή είναι η τάξη της θεϊκής Αποκάλυψης. Με μια απόφαση ολότελα ελεύθερη, ο Θεός αποκαλύπτεται και δωρίζεται στον άνθρωπο. Και αυτό το κάνει αποκαλύπτοντας το Μυστήριό Του, το «φιλόστοργο σχέδιο» που προαιώνια σχεδίασε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού υπέρ των ανθρώπων όλων. Αποκαλύπτει ολοκληρωτικά το σχέδιό Του, στέλνοντας τον πολυαγαπημένο Υιό Του, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και το άγιο Πνεύμα [50].
 
ΙΙ.1.1 Ο Θεός αποκαλύπτει το «σχέδιο της καλοσύνης Του» [51-53]
«Ο Θεός με την καλοσύνη Του και τη σοφία Του καταδέχτηκε να αποκαλύψει τον εαυτό Του και να γνωστοποιήσει το μυστήριο του θελήματός Του, χάρη στο οποίο οι άνθρωποι, διαμέσου του Χριστού, του Λόγου που ενσαρκώθηκε, και μέσα στο άγιο Πνεύμα, μπορούν να πλησιάσουν στον Πατέρα και να γίνουν κοινωνοί (δηλ. να συμμετάσχουν) στη θεϊκή φύση» (DV[1]). Ο Θεός που κατοικεί στο φως το απρόσιτο θέλει να μεταδώσει τη δική Του θεϊκή ζωή στους ανθρώπους, τους οποίους Εκείνος έπλασε ελεύθερα, για να τους κάνει στο πρόσωπο του μονογενούς Υιού Του υιοθετημένα παιδιά Του. Αποκαλύπτοντας τον εαυτό Του ο Θεός θέλει να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να Του απαντήσουν, να τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν πέρα απ’όλες τους τις δυνάμεις [52]. Το θεϊκό σχέδιο της Αποκαλύψεως πραγματοποιείται ταυτόχρονα «με έργα και λόγια βαθιά συνδεόμενα μεταξύ τους», ώστε να φωτίζονται αμοιβαία. Το σχέδιο αυτό φέρνει μαζί του μια ειδική «θεϊκή παιδαγωγία»: ο Θεός αποκαλύπτεται βαθμιαία στον άνθρωπο, τον προετοιμάζει διαδοχικά για να δεχθεί την υπερφυσική του Αποκάλυψη, την οποία ο ίδιος κάνει για τον εαυτό Του, και η οποία αποκορυφώνεται στο πρόσωπο και την αποστολή του ενσαρκωμένου Λόγου, Ιησού Χριστού [53].
ΙΙ.1.2 Οι σταθμοί της Αποκαλύψεως
Απ’ αρχής ο Θεός φανερώνεται
«Ο Θεός, ο οποίος δημιουργεί και συντηρεί τα πάντα διαμέσου του Λόγου, με τα πλάσματά Του προσφέρει στους ανθρώπους μια αιώνια μαρτυρία για τον εαυτό Του, και επιπλέον, θέλοντας να ανοίξει το δρόμο προς την υπερφυσική σωτηρία, από μιας αρχής φανέρωσε τον εαυτό Του στους προπάτορές μας» (DV). Τους κάλεσε σε μια βαθιά κοινωνία μαζί Του, περιβάλλοντάς τους με την ακτινοβολία της χάρης Του και της δικαιοσύνης Του [54]. Αυτή η Αποκάλυψη δεν διακόπηκε από την αμαρτία των προπατόρων μας. Πραγματικά, «μετά την πτώση τους, ο Θεός τους αναστύλωσε στην ελπίδα της σωτηρίας με την υπόσχεση της λυτρώσεως, και είχε μια ακούραστη φροντίδα για την ανθρωπότητα, για να προσφέρει την αιώνια ζωή σ’όλους εκείνους που αναζητούν τη σωτηρία με τη επιμονή τους σε καλά έργα» (DV3) [55].
·         Η διαθήκη του Νώε
·         Ο Θεός διαλέγει τον Αβραάμ
·         Ο Θεός διαμορφώνει το λαό του Ισραήλ

ΙΙ.1.3 Ο Ιησούς Χριστός, «Μεσίτης και πλήρωμα όλης της
Θεϊκής Αποκαλύψεως» [65-66]

Ο Θεός είπε τα πάντα "εν τω Λόγω Του"
«Αφού ο Θεός τα παλιά χρόνια μίλησε στους προπάτορες πολλές φορές και μεποικίλους τρόπους διαμέσου των προφητών, σ’ αυτούς εδώ τους έσχατους καιρούς μίλησε σ’εμάς διαμέσου του Υιού Του». Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, είναι ο μοναδικός, τέλειος και απαραίτητος Λόγος του Πατέρα. Στο πρόσωπο Αυτού ο Πατέρας λέει τα πάντα, και εκτός απ’ Αυτόν δεν θα υπάρξει άλλος λόγος [65].

-----

Σημ. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας να επιμείνουμε στο ότι ο Χριστός δεν είναι απλώς ο "αποκαλύπτων" τον Θεό, ο φορέας της Αποκάλυψης αλλά και η ίδια η "Αποκάλυψη" με σάρκα και οστά, με προσωπική ιστορία. Δεν είναι απλώς το "μέσον" της Αποκάλυψης του Θεού στους ανθρώπους και τον κόσμο αλλά και το τελικό, το έσχατο "περιεχόμενό" της. Είναι ο "μεσίτης" αλλά και αυτό τούτο το "αντικείμενο" της Αποκαλύψεως.
-----

Δεν θα υπάρξει άλλη Αποκάλυψη

 
« Η χριστιανική λοιπόν Οικονομία, σαν Καινή και οριστική Διαθήκη, ποτέ δεν θα ξεπεραστεί, και δεν πρέπει πια να περιμένουμε καμιά άλλη δημόσια Αποκάλυψη, πριν από την ένδοξη φανέρωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (DV). Ωστόσο, έστω κι αν η Αποκάλυψη συντελέστηκε, δεν κατανοήθηκε ακόμη ολοκληρωτικά. Εναπομένει στη χριστιανική πίστη να συλλάβει βαθμιαία μέσα στους αιώνες το νόημά της [66].


 
ΒΗΜΑ 2


ΙΙ.2 Η μετάδοση της θεϊκής Αποκαλύψεως


Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν την αλήθεια, δηλ. να γνωρίσουν τον Ιησού Χριστό. Πρέπει λοιπόν να κηρύξουμε τον Χριστό σ’ όλους τους λαούς και σ’ όλους τους ανθρώπους, κι έτσι η Αποκάλυψη να φθάσει ως τα πέρατα του κόσμου [74]


ΙΙ.2.1 Η αποστολική Παράδοση [75-79]

«Ο Κύριος Ιησούς, στον οποίο ολοκληρώνεται όλη η Αποκάλυψη του μεγάλου Θεού, αφού εκπλήρωσε και διακήρυξε προσωπικά το Ευαγγέλιο, που το είχε υποσχεθεί διαμέσου των Προφητών, πρόσταξε τους Αποστόλους να το κηρύξουν στους ανθρώπους, σαν πηγή κάθε σωστικής αλήθειας και ηθικής τάξεως, μεταδίδοντας σ’ αυτούς τα θεϊκά δώρα» (DV 7) [75]. Η μετάδοση του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, έγινε με δυο τρόπους:
·         Προφορικά (από τους Αποστόλους)

·         Γραπτά (από τους Αποστόλους και τους αποστολικούς ανθρώπους) [76]
Η μετάδοση συνεχίζεται μέσα στην αποστολική διαδοχή: « Για να διατηρηθεί για πάντα ακέραιο και ζωντανό το Ευαγγέλιο μέσα στην Εκκλησία, οι Απόστολοι άφησαν ως διαδόχους τους τούς επισκόπους, στους οποίους παρέδωσαν την προσωπική τους διακονία να διδάσκουν» (DV 7). [77]. Η ζωντανή αυτή μετάδοση, πραγματοποιούμενη μέσα στο άγιο Πνεύμα, ονομάζεται Ιερή Παράδοση, διότι διακρίνεται από την Αγία Γραφή, αν και συνδέεται στενά μαζί της. [78]
 

ΙΙ.2.2 Η σχέση μεταξύ Ιερής Παράδοσης και Αγίας Γραφής [80-83]
Αγία Γραφή και Ιερή Παράδοση έχουν μια μοναδική πηγή και αποτελούν δυο διαφορετικούς τρόπους μεταδόσεως της Αποκάλυψης.
«Η Ιερή Παράδοση και η Αγία Γραφή επικοινωνούν και συνδέονται στενά μεταξύ τους. Επειδή και οι δυο αναβλύζουν από την ίδια θεϊκή πηγή, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ένα μοναδικό σύνολο και αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό» (DV9). Και η μια και η άλλη κάνουν παρόν και καρποφόρο μέσα στην Εκκλησία το Μυστήριο του Χριστού, ο οποίος υποσχέθηκε να παραμείνει με τους δικούς Του «για πάντα μέχρι το τέλος του κόσμου [80].
«Η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, εφόσον γράφτηκε κάτω από την έμπνευση του αγίου Πνεύματος». «Και ο Λόγος του Θεού, που τον εμπιστεύτηκε ο Κύριος Ιησούς και το άγιο Πνεύμα στους Αποστόλους, μεταδίδεται «ακέραιος στους διαδόχους τους από την Ιερή Παράδοση, έτσι ώστε αυτοί, φωτισμένοι από το Πνεύμα της αλήθειας, να τον διατηρούν πιστά με το κήρυγμά τους, να τον εκθέτουν και να τον διαδίδουν» [81].
Το συμπέρασμα είναι αυτό: η Εκκλησία στην οποία ο Χριστός εμπιστεύτηκε τη μετάδοση και την ερμηνεία της Αποκαλύψεως, «δεν αντλεί τη βεβαιότητά της για όλες τις αποκαλυμμένες αλήθειες μονάχα από την Αγία Γραφή.  Επομένως και η μια και η άλλη (Γραφή και Παράδοση) πρέπει να γίνονται δεκτές και να τιμούνται με το ίδιο αίσθημα ευλαβείας και σεβασμού» (DV9) [82].
ΙΙ.2.3 Η ερμηνεία της ιερής Παρακαταθήκης της πίστεως
Η κληρονομία της πίστεως, η ιερά παρακαταθήκη, ανατέθηκε σε όλη την Εκκλησία. Την πνευματική κληρονομία της «ιερής παρακαταθήκης» της πίστεως (depositum fidei), που βρίσκεται στην Ιερή Παράδοση και την Αγία Γραφή, ο Χριστός την εμπιστεύτηκε δια μέσου των Αποστόλων στο Σύνολο της Εκκλησίας. «Με την προσήλωσή του στην ιερή αυτή παρακαταθήκη (depositum fidei), όλος ο ευσεβής λαός, ενωμένος με τους Ποιμένες του, παραμένει αδιάκοπα πιστός στη διδαχή των Αποστόλων, δεν αδελφική κοινωνία και στον τεμαχισμό του άρτου και στις προσευχές, έτσι ώστε κατά την τήρηση , την πράξη και την ομολογία της πίστεως που μας μεταδόθηκε να κυριαρχεί μια θαυμαστή ενότητα πνεύματος  μεταξύ επισκόπων και πιστών (DV10) [84].
«Το έγκυρο Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας» (Magisterium Ecclesiae)
 
«Το καθήκον της αυθεντικής ερμηνείας του λόγου του Θεού που γράφτηκε ή μας μεταδόθηυκε, έχει ανατεθεί μόνο στο έγκυρο Διδακτικό Σώμα (Magisterium) της Εκκλησίας, η εξουσία του οποίου ασκείται στο όνομα του Ιησού Χριστού» (DV10), δηλαδή ανατέθηκε στους επισκόπους οι οποίοι βρίσκονται σε εκκλησιαστική κοινωνία με τον διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, τον επίσκοπο Ρώμης [85]. «Το έγκυρο αυτό Διδακτικό σώμα δεν είναι βέβαια υπεράνω του Λόγου του Θεού, αλλά βρίσκεται στην υπηρεσία του, διδάσκοντας μονάχα αυτό που μεταδόθηκε. Επειδή, σύμφωνα με τη θεϊκή εντολή και με τη συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος, το Σώμα αυτό ακούει ευλαβικά το Λόγο του Θεού, τον φυλάει με θρησκευτική ευλάβεια, τον ερμηνεύει πιστά και από τη μοναδική αυτή παρακαταθήκη της πίστεως αντλεί καθετί που προτείνει να γίνει δεκτό σαν αλήθεια αποκαλυμμένη από τον Θεό» (DV10) [86]. Οι πιστοί θυμούνται τον Λόγο του Χριστού προς τους Αποστόλους Του: «Όποιος ακούει εσάς, εμέ ακούει», και δέχονται πρόθυμα τα διδάγματα και τις κατευθύνσεις που με διάφορες μορφές  τους δίνουν οι πνευματικοί ποιμένες τους [87].
-----------
[Σημ. Το λειτούργημα του «΄Εγκυρου Διδακτικού Σώματος» (Magisterium) της Εκκλησίας νοείται και υφίσταται στο πλαίσιο της «λογικής της μετάδοσης της Αποκάλυψης του Θεού» εν Χριστώ. Είναι η λογική της μετάδοσης της Αποκάλυψης και της Αποστολικής πίστης στην ιστορία που το απαιτεί. Το λειτούργημα αυτό είναι κατά την ταπεινή μας άποψη η θεμελιώδης διαφορά –δομική διαφορά, όχι απλώς θεολογική διαφορά– μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, λ.χ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εδώ το ΕΔΣ, είτε με μορφή τακτική είτε με μορφή έκτακτη (όπως λ.χ. κατά την οικουμενική σύνοδο), νοείται και υφίσταται ως διαρκές και πάντοτε ενεργό λειτούργημα στην Εκκλησία].
-----------
 
Τα δόγματα της πίστεως
Το έγκυρο Διδακτικοί Σώμα της Εκκλησίας χρησιμοποιεί ολοκληρωτικά της εξουσία που έλαβε από τον Ιησού Χριστό όταν καθορίζει τα δόγματα, δηλαδή όταν προτείνει με τρόπο που υποχρεώνει το χριστιανικό λαό να παραδεχτεί αμετάκλητα στην πίστη του τις αλήθειες που βρίσκονται στη θεϊκή Αποκάλυψη ή αλήθειες που συνδέονται αναγκαστικά μ’ αυτήν [88]. Μεταξύ της πνευματικής μας ζωής και των δογμάτων υπάρχει ένας σύνδεσμος που λειτουργεί και προς τις δυο κατευθύνσεις … Τα δόγματα είναι φως στο δρόμο της πίστεώς μας, τον φωτίζουν και τον κάνουν βέβαιο. Αντίστροφα, εάν η ζωή μας είναι σωστή, ο νους μας και η καρδιά μας ανοίγονται για να δεχθούν το φως των δογμάτων της πίστεως [89]. Οι αμοιβαίοι σύνδεσμοι και η συνοχή των δογμάτων μπορούν να διαπιστωθούν στο σύνολο της Αποκαλύψεως του Μυστηρίου του Χριστού. «Η διαφορά λοιπόν των σχέσεών τους με τα θεμέλια της χριστιανικής πίστεως σημειώνει μια «τάξη» ή «ιεράρχηση» των αληθειών της καθολικής διδασκαλίας» (Unitatis Redintegratio Β΄Βατικανής Συνόδου 11) [90].
Το υπερφυσικό αισθητήριο της πίστεως
 
Όλοι οι πιστοί συμμετέχουν στην κατανόηση και στη μετάδοση της αποκεκακλυμμένης αλήθειας. Έλαβαν το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους διδάσκει και τους οδηγεί προς όλη την αλήθεια [91]. «Το σύνολο των πιστών… δεν μπορεί να πλανηθεί στην πίστη του, κι αυτή του την ιδιότητα την εκδηλώνει με το υπερφυσικό αισθητήριο της πίστεως όλου του λαού, όταν ‘από τους επισκόπους μέχρι τους τελευταίους λαϊκούς πιστούς, όλοι εκφράζουν την κοινή ομοφωνία τους σε θέματα πίστεως και ηθικής» (Lumen Gentium, Β΄Βατικανής Συνόδου 12) [92].
Η πρόοδος στην κατανόηση της πίστεως
«Είναι λοιπόν φανερό ότι η Ιερή Παράδοση, η Αγία Γραφή, και το έγκυρο Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας, σύμφωνα με το πάνσοφο θέλημα του Θεού, συνδέονται και ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μην μπορούν να υπάρχουν το καθένα ανεξάρτητα από το άλλο, και όλα μαζί, και το καθένα με τον τρόπο του, κάτω από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, συμβάλλουν αποτελεσματικά στη σωτηρία των ψυχών» (DV10) [95].
Συνοπτικά
Αυτό που ο Χριστός εμπιστεύτηκε στους Αποστόλους Του, αυτό με το κήρυγμά τους και τα γραπτά τους, υπό την έμπνευση του αγίου Πνεύματος, το μετέδωσαν σε όλες τις γενεές, μέχρι την ένδοξη επιστροφή του Χριστού [96].
«Η Ιερή Παράδοση και η Αγία Γραφή αποτελούν τη μοναδική παρακαταθήκη του λόγου του Θεού» (DV8), μέσα στην οποία η Εκκλησία, κατά την προσκυνηματική της πορεία πάνω στη γη, βλέπει σαν σε καθρέπτη τον Θεό, πηγή όλου του πλούτου της [97].
«Η Εκκλησία, με τη διδασκαλία της, τη ζωή της και τη Θεία Λατρεία της, διαιωνίζει και μεταδίδει σ’ όλες τις γενεές ό,τι η ίδια είναι και ό,τι αυτή πιστεύει» (DV8) [98].
Χάρη στο υπερφυσικό αισθητήριο της πίστεως, όλος ο λαός του Θεού δεν σταματά να δέχεται το δώρο της θεϊκής Αποκαλύψεως, να εισδύει βαθύτερα σ’ αυτό και να το ζει πιο ολοκληρωτικά [99].
Το καθήκον της αυθεντικής ερμηνείας του Λόγου του Θεού ο Χριστός εο εμπιστεύτηκε μόνο στο έγκυρο Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας, στον Πάπα και στους επισκόπους που βρίσκονται σε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του [100].
 
 
ΙΙ.3 Η Αγία Γραφή
ΙΙ.3.1 Ο Χριστός - μοναδικός λόγος της Αγίας Γραφής [101-104]
Μέσα στην καταδεκτικότητα της καλοσύνης Του, ο Θεός, για να αποκαλυφθεί στους ανθρώπους, μιλάει σ’ αυτούς με ανθρώπινες λέξεις. Διαμέσου όλων των λέξεων της Αγίας Γραφής, ο Θεός δεν λέει παρά ένα και μόνο λόγο, το μοναδικό Λόγο στο οποίον εκφράζεται ολόκληρος [101-2], τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τίμησε την Αγία Γραφή όπως τιμά το ίδιο το σώμα του Κυρίου. Δεν σταματά να παρουσιάζει στους πιστούς τον άρτο της ζωής, τον οποίο λαβαίνουμε από την τράπεζα του Λόγου του Θεού και του Σώματος του Χριστού (DV21) [103].
ΙΙ.3.2 Θεοπνευστία και αλήθεια της Αγίας Γραφής [105-108]
Ο Θεός είναι ο Συγγραφέας της Αγίας Γραφής «Οι αλήθειες που αποκαλύφτηκαν από τον Θεό και εμπεριέχονται και εκφράζονται στην Αγία Γραφή, καταγράφτηκαν με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος» [105]. Ο Θεός ενέπνευσε τους ανθρώπινους συγγραφείς των Ιερών αυτών Βιβλίων. «Για τη σύνταξη των Ιερών αυτών Βιβλίων ο Θεός διάλεξε και χρησιμοποίησε ανθρώπους με τις δυνάμεις και τα μέσα τους, έτσι ώστε Αυτός να ενεργεί σ’ αυτούς και διαμέσου αυτών, και μ’αυτό τον τρόπο να μας παραδώσουν γραπτά, σαν πραγματικοί συγγραφείς, όλα όσο Εκείνος θέλησε και μόνο αυτά» (DV11) [106].
 
Τα θεόπνευστα βιβλία διδάσκουν την αλήθεια. «Επειδή, λοιπόν, όλα όσα γράφονται από τους θεόπνευστους συγγραφείς ή αγιογράφους πρέπει να αποδίδονται στο Άγιο Πνεύμα, πρέπει επίσης να ομολογήσουμε ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής διδάσκουν σταθερά, πιστά, και χωρίς πλάνη, την αλήθεια εκείνη, την οποί ο Θεός θέλησε να καταγράψει σ’ αυτά για τη σωτηρία μας (DV11) [107].
Ωστόσο η χριστιανική πίστη δεν είναι μια «θρησκεία του Βιβλίου». Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία του «λόγου του Θεού», όχι ενός λόγου γραπτού και άλαλου, αλλά του ενσαρκωμένου και ζωντανού Λόγου. Για να μη μείνουν γράμμα νεκρό, ο Ιησούς Χριστός, αιώνιος Λόγος του ζώντος Θεού, διαμέσου του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να μας ανοίξει το πνεύμα στην κατανόηση των Αγίων Γραφών [108].
Ι.3.3 Το άγιο Πνεύμα, ερμηνευτής της Γραφής [109-119]
Στην Αγία Γραφή ο Θεός μιλεί στους ανθρώπους με τρόπο ανθρώπινο. Για να ερμηνεύσουμε σωστά τη Γραφή πρέπει να προσέξουμε αυτό που οι ανθρώπινοι συγγραφείς ήθελαν πραγματικά να πούνε και αυτό που ο Θεός ήθελε να φανερώσει με τα λόγια τους (DV12) [109]. Για να γνωρίσουμε τις προθέσεις των ιερών συγγραφέων πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες του καιρού τους και του πολιτισμού τους, τα «φλολογικά γένη» που χρησιμοποιούσαν τότε, και τους τρόπους κατανόησης, έκφρασης και αφήγησης που συνήθιζαν στην εποχή τους [110].
Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού υποδεικνύει τρία κριτήρια για να ερμηνεύσουμε την Αγία Γραφή σύμφωνα με το άγιο Πνεύμα που την ενέπνευσε (DV12):  
·            1. Να δίνουμε πρώτα πρώτα μεγάλη προσοχή «στο περιεχόμενο και στην ενότητα όλης της Αγίας Γραφής»
Γιατί όσο διαφορετικά και αν είναι τα βιβλία που τη συνθέτουν, η Αγία Γραφή είναι μια εξαιτίας της ενότητας του σχεδίου του Θεού, μέσα στο οποίο ο Ιησούς Χριστός είναι το επίκεντρο και η καρδιά, σχέδιο που έγινε ολοφάνερο μετά από το Πάσχα του Χριστού [112].
·            2. Να διαβάζουμε την Αγία Γραφή μέσα στη ζωντανή Παράδοση της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με ένα ρητό των Πατέρων, η Αγία Γραφή είναι γραμμένη περισσότερο μέσα στην καρδιά της Εκκλησίας παρά στα υλικά μέσα της έκφρασής της. Πραγματικά, η Εκκλησία στην Ιερή Παράδοση διατηρεί τη ζωντανή μνήμη του Λόγου του Θεού, και είναι το Άγιο Πνεύμα που της δίνει την πνευματική ερμηνεία του Λόγου σύμφωνα με το πνευματικό νόημα [113].
·            3. Να δίνουμε προσοχή στην «αναλογία της πίστεως».
Με τον όρο «αναλογία της πίστεως» εννοούμε τη συνοχή των αληθειών της πίστεως μεταξύ τους και μέσα σε όλο το σχέδιο της Αποκαλύψεως [114].
Τα νοήματα της Αγίας Γραφής
Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, μπορούμε να διακρίνουμε δυο νοήματα στην Αγία Γραφή: το νόημα (α) κατά γράμμα και το (β) πνευματικό νόημα. Αυτό το δεύτερο, το πνευματικό νόημα, υποδιαιρείται σε (β1) αλληγορικό, σε (β2) ηθικό και σε (β3) αναγωγικό νόημα. Η βαθιά συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων αυτών νοημάτων εξασφαλίζει όλο τον πλούτο στη ζωντανή ανάγνωση της Άγιας Γραφής [115].
Το νόημα κατά γράμμα: είναι το νόημα που βρίσκεται στις λέξεις της Αγίας Γραφής και ανακαλύπτεται από τον ερμηνευτή που ακολουθεί τους κανόνες της σωστής ερμηνείας. Όπως έλεγε ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης «όλα τα νοήματα της Αγίας Γραφής στηρίζονται στο νόημα κατά γράμμα [116].
Το πνευματικό νόημα ως αλληγορικό, ηθικό και αναγωγικό νόημα εκφράζεται σωστά με το μεσαιωνικό δίστιχο για τα τέσσερα νοήματα: «Το νόημα κατά γράμμα διδάσκει τα γεγονότα, η αλληγορία αυτό που πρέπει να πιστεύουμε, το ηθικό νόημα αυτό που πρέπει να κάνουμε και το αναγωγικό αυτό προς το οποίο τείνουμε»  [118].
 
ΙΙ.3.4 Ο "Κανόνας" της Αγίας Γραφής [120-130]
Η Αποστολική Παράδοση συνέτεινε ώστε η Εκκλησία να διακρίνει ποια βιβλία πρέπει να περιλάβει στον κατάλογο της Αγίας Γραφής. Ο πλήρης αυτός κατάλογος ονομάζεται «Κανόνας» της Αγίας Γραφής. Περιλαμβάνει 46 συγγράματα στην Παλαιά Διαθήκη) και 27 στην Καινή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίζουμε ότι η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Αγίας Γραφής. Τα βιβλία της προέρχονται από θεϊκή έμπνευση και διατηρούν μια αιώνια αξία, γιατί η Παλαιά Διαθήκη ποτέ δεν ανακλήθηκε [121]. Πραγματικά, «η Οικονομία της Παλαιάς Διαθήκης είχα βασικό σκοπό να προετοιμάσει τον ερχομό του Χριστού, Λυτρωτή του κόσμου». «Μολονότι περιλαμβάνουν και ορισμένες ατέλειες και ορισμένα πρόσκαιρα πράγματα», τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μαρτυρούν όλη τη θεϊκή παιδαγωγία της σωστικής αγάπης του Θεού (DV15) [122]. Οι χριστιανοί τιμούν ευλαβικά την Παλαιά Διαθήκη σαν αληθινό Λόγο του Θεού. Η Εκκλησία απέκρουσε πάντοτε δυναμικά την ιδέα να εγκαταλείψει την Παλαιά Διαθήκη με το πρόσχημα ότι έγινε περιττή μετά την απόκτηση της Καινής Διαθήκης (Μαρκιωνισμός) [123].
Η Καινή Διαθήκη: « Ο Λόγος του Θεού, που είναι δύναμη του Θεού προς σωτηρία για κάθε άνθρωπο που πιστεύει, παρουσιάζεται και φανερώνει με ξεχωριστό τρόπο τον δυναμισμό του στα κείμενα της Καινής Διαθήκης» (DV17). Αυτά τα γραπτά μάς παραδίδουν την οριστική αλήθεια για τη θεϊκή Αποκάλυψη. Κεντρικό τους θέμα είναι ο Ιησούς Χριστός, ο ενσαρκωμένος Υιός του Θεού, οι πράξεις Του, τα διδάγματά Του, το πάθος Του, η ένδοξη ανάστασή Του, όπως και το ξεκίνημα της Εκκλησίας Του υπό την επίδραση του Αγίου Πνεύματος (DV20) [124].
Τα Ευαγγέλια είναι η καρδιά όλων των Γραφών [125]. Στη διαμόρφωση των Ευαγγελίων μπορούμε να διακρίνουμε τρεις σταθμούς [126]:
 
·            Τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού
·            Την προφορική παράδοση
·            Τα γραπτά Ευαγγέλια

Η ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
Η Εκκλησία ήδη από τους αποστολικούς χρόνους και έπειτα, μέσα στη Ιερή Παράδοση διέκρινε την ενότητα του σχεδίου του Θεού στις δυο Διαθήκες χάρη στη λεγόμενη τυπολογία. Αυτή η «τυπολογία» έβλεπε μέσα στα έργα του Θεού κατά την Παλαιά Διαθήκη να προεικονίζονται αυτά που ο Θεός εκπλήρωσε, στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Υιού του [128]. Οι χριστιανοί λοιπόν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη στο φως του Χριστού που πέθανε και αναστήθηκε. Η τυπολογική αυτή ανάγνωση φανερώνει το ανεξάντλητο περιεχόμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά η ανάγνωση αυτή δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη διατηρεί τη δική της αξία μέσα στην Αποκάλυψη, μια αξία που αναγνωρίστηκε από το ίδιο τον Χριστό. Άλλωστε και η Καινή Διαθήκη πρέπει να διαβάζεται στο φως της Παλαιάς. Σύμφωνα μ’ ένα παλαιό ρητό, η Καινή Διαθήκη είναι κρυμμένη στην Παλαιά, ενώ η Παλαιά αποκαλύπτεται στην Καινή [129].
ΙΙ.3.5 Η Αγία Γραφή στη ζωή της Εκκλησίας [131]
«Τόση είναι η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του Λόγου του Θεού, ώστε αυτός να είναι το στήριγμα και η δύναμη της Εκκλησίας, και ταυτόχρονα η αντοχή της πίστεως, τροφή της ψυχής, η καθαρή και αιώνια πηγή της πνευματικής ζωής των παιδιών της Εκκλησίας» (DV21). «Η μελέτη της Αγίας Γραφής ας είναι η ψυχή της θεολογίας. Ταυτόχρονα και η διακονία του Λόγου, δηλ. το ποιμαντικό κήρυγμα, η κατήχηση και κάθε χριστιανική μόρφωση, κατά την οποία το ιερό κήρυγμα έχει μια ιδιαίτερη θέση, τρέφεται υγιεινά και δυναμώνει ευλαβικά από το Λόγο της Αγίας Γραφής»  (DV24). Η Εκκλησία «προτρέπει ολόθερμα και επίμονα όλους τους πιστούς …. Να μαθαίνουν ‘την υπεροχή της γνώσεως του Ιησού Χριστού’ με την τακτική ανάγνωση της Αγίας Γραφής. «Πραγματικά, όποιος αγνοεί τις Γραφές, αγνοεί τον Ιησού Χριστό» (άγιος Ιερώνυμος) [133].





[1] DV =  Το Διάταγμα περί Θείας Αποκλύψεως Dei Verbum της Β΄Βατικανής Συνόδου.



 
Συνεχίζεται..... 




Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Χριστός, οι Εκκλησίες και η Αλήθεια

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών