Ορθοδοξία ή θάνατος, ή περί αιρεσιοφαγίας και λατινομαχίας




Στον «τοίχο» (σ.σ. facebook) του π. Ιάσωνα (Ιάσων Ιερομ.) αναρτήθηκε προ ημερών ένα σημείωμά του – το οποίο ανάρτησα και εγώ με τη σειρά μου στον δικό μου «τοίχο». Παραθέτω αυτούσιο το σημείωμα για να σχολιάσω με μεγαλύτερη άνεση και συγκρότηση τα πιο ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου από τα σχόλια που του έγιναν. Γράφει λοιπόν ο π. Ιάσων:


«Τέλειωσε η Εβδομάδα για την Ενότητα των Χριστιανών κι ακολουθεί ένας διαδικτυακός χαμός. Δημοσιεύονται φωτογραφίες με ιερείς ορθοδόξους, τα πρόσωπα κυκλωμένα κι από κάτω λεζάντα: "ο εν λόγω κληρικός σε οικουμενιστική συνάντηση"! Δημόσια καταγγελία. Λες και κρύβουμε μέσα μας τον καταδότη εποχών αλλοτινών ή προσπαθούμε με μια διάθεση σωτήρα να προφυλάξουμε τα πρόβατα της ποίμνης από κακές επιρροές.. Κι ένας εγωισμός μέσα να μας τρώει πως προφυλάσσουμε τάχα του Χριστού τη ποίμνη... Κι όμως αν δεις μέσα σ' αυτό, θ' ανταμώσεις διαίρεση και κερματισμό. Υπεραμύνονται των Πατέρων κι οι Πατέρες είναι απόντες γιατί οι Πατέρες ξέραν και μιλάγανε, ανοίγονταν και κουβεντιάζανε, διδάχτηκαν των Αρχαίων τη Διαλεκτική.

Προχθές μιλούσα σε κάποιους για έναν αρχαίο άγιο της Μ. Βρετανίας. Τότε, ένας συνομήλικός μου με ρώτησε με πολύ άγχος: "πάτερ, πριν το Σχίσμα είναι ο άγιος ε;". Όπως "στήνουμε" απέναντι αυτό που δε γνωρίζουμε, έτσι "στήνουμε" απέναντι μας την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, βάζουμε και την ταμπέλα του "αιρετικού" -χωρίς πολλές φορές να γνωρίζουμε, παρά μόνο επιδερμικά- και κλείνουμε τα πράγματα σε κάτι πελώρια κουτιά, κρίνοντας το ανόμοιο κι έχοντας άγχος αν ένας άγιος κοιμήθηκε πριν το έτος 1054 ή όχι.  Πώς θα μας φαίνονταν αν γνωρίζαμε ότι πριν το έτος 1054 έγιναν κι άλλα σχίσματα με την Δυτική Εκκλησία ή μεταξύ τοπικών εκκλησιών..; Τι άποψη έχουμε για την Θεία Χάρη; Μην είναι σα βρύση που κάποια στιγμή αποφασίζει και παύει να ρέει; Τι είναι ο Θεός; Διακόπτης; Σαν κι αυτόν του ρεύματος;  Πώς θα μας φαινότανε αν ξέραμε ότι τη στιγμή που ο Μιχαήλ Κηρουλάριος αναθεμάτισε τον Πάπα, ο Πάπας ήταν ήδη νεκρός; Ξέρουμε ότι για κάποια χρόνια στη Νότια Ιταλία υπήρχαν επισκοπές που κοινωνούσαν την Όστια, είχαν δηλαδή δυτικό τυπικό, και μνημόνευαν τον Πατριάρχη της Πόλης; Ορθόδοξοι ήτανε κι αυτοί...! Γνωρίζουμε άραγε ότι και σήμερα υπάρχουν ενορίες και μονές του δυτικού τυπικού στις Η.Π.Α που εξαρτώνται απ' τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ρωσίας και αποτελούνται κατ' ουσία από Ορθοδόξους;  Εύκολα κατηγορούμε και δύσκολα κρίνουμε τους εαυτούς μας. Αν θέλουμε να προφυλάξουμε την Ορθοδοξία, ας ακολουθούμε τους Πατέρες σε όλα.

Ας μη κάνουμε σημαία τους Πατέρες και τους εαυτούς μας οπαδούς. Αν θέλουμε να κρίνουμε, καλό είναι να γνωρίζουμε και για να γνωρίζουμε πρέπει να μελετάμε κι η μελέτη θέλει πνεύμα ανοιχτό, συζήτηση και καταλλαγή.   (σε όποιον δεν αρέσουν τα ανωτέρω, πάνω δεξιά υπάρχει η επιλογή "διαγραφή φίλου")».

1.Ο σχολιασμός μου σε αυτό το σημείωμα ήταν να το χαρακτηρίσω «σπάνια πνευματική στάση και ειρηνική γραφή από ορθόδοξο και μάλιστα κληρικό» και σαν «απόλυτη εξαίρεση στον κανόνα». Γιατί το είπα αυτό; «Διότι οι ίδιοι οι ορθόδοξοι (όχι εγώ βέβαια) στήσανε τον κανόνα τους ως .... "λατινοφάγοι"». Αλλά βεβαίως φίλοι μου –προσέθεσα στο σχόλιο– «αυτό δεν είναι τωρινό, είναι παλαιό (Θεός σ'χωρέστους όλους)».

2.Ως ανταπάντηση στο σχόλιό μου (;) αναρτήθηκε από κάτω στον «τοίχο μου» κείμενο του μητροπολίτου Ναυπάκτου το οποίο αντιπαρήλθα.  Το αντιπαρήλθα, όχι διότι είμαι σνομπ, ούτε διότι πιστεύω ότι τα ξέρω όλα. Ευτυχώς για μένα δεν τα ξέρω όλα, μάλλον πολύ λίγα. Από την άλλη πλευρά τον Ναυπάκτου τον συμπαθώ σαν άνθρωπο διότι τον γνώρισα προ αμνημονεύτων ετών στη θεολογική σχολή του Balamand στο Λίβανο και κρατώ μια ωραία ανάμνηση. Επιπρόσθετα όμως τον τιμώ σαν άνθρωπο με θάρρος για τις ιδέες του και την παρρησία του. Παραταύτα διαφωνώ κάθετα μαζί του (σε θεολογικό εννοείται επίπεδο). 

Όχι διότι δεν υπάρχουν επιμέρους θεολογικές «θέσεις» (προτάσεις) του ανδρός τις οποίες δεν θα προσυπέγραφα –υπάρχουν ασφαλώς– αλλά διότι η διαφωνία μου εστιάζεται καταρχάς σε αυτό που υποβαστάζει τις θεολογικές «θέσεις» του, σε αυτό που γεννά τις θεολογικές «προτάσεις» του, δηλ. στην μεθοδολογία του (μεθοδολογία της θεολογίας). Έχουμε εντελώς διαφορετική θεολογική μεθοδολογία, δηλ. «τρόπο» (δρόμο) και «τόπο» προσέγγισης του «μυστηρίου» της εν Χριστώ «αποκάλυψης», η οποία μας οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.

3.Έρχομαι τώρα στις παρατηρήσεις που έγιναν από τους αναγνώστες στη σελίδα του π. Ιάσωνα σχετικά με το προαναφερθέν κείμενό του. Εκεί βρήκα πιο ενδιαφέροντα πράγματα για να πω την αλήθεια. Μη θέλοντας να μακρηγορήσω (καθότι σημείωμα γράφω, δεν δίνω διάλεξη) θα σταθώ σε κάνα δυο απόψεις από αυτές που εκτέθηκαν διότι πιστεύω ότι θέτουν ενδιαφέροντα ερωτήματα. Επιμένω να τονίζω ότι αναφέρομαι στις απόψεις που εκτίθενται (όχι στα πρόσωπα που τις εκθέτουν).

4. Σωστά επισημαίνεται η διάκριση μεταξύ «αίρεσης» και «αιρετικού», μεταξύ «άποψης» και «προσώπου». Θα έπρεπε αυτή η διάκριση  να είναι αυτονόητη για όλους αλλά δυστυχώς δεν είναι (λόγω της πνευματικής κατάντιας μας).  «Το τι θα κάνει ο Θεός με τον αιρετικό, δεν είναι εγωιστικό και πλάνη –γράφεται– να αποφασίσουμε εμείς τι θα κάνει; Ας προσευχόμαστε για εμάς και για όλους και ας αφήσουμε την κρίση στον Θεό». Αυτό νομίζω είναι το βασικό, η βάση και το πλαίσιό μας για οποιαδήποτε θεώρηση της αθεΐας, της κακοδοξίας, της διχογνωμίας κ.λπ. Συμφωνώ απόλυτα και απροϋπόθετα με αυτή την προσέγγιση. 

Το πράγμα όμως δεν είναι τόσο απλό διότι όπως γράφεται πάλι «είναι πλάνη λόγω της αγάπης να κλείνουμε τα μάτια στην αίρεση». Στη γλώσσα μου εγώ το λέω ως εξής: «αγάπη» και «αλήθεια» πάνε μαζί. Ούτε η «αγάπη» θα πρέπει να μας κάνει να παρεκκλίνουμε από την «αλήθεια», ούτε αντίστροφα η «αλήθεια» θα πρέπει να μας δίνει άλλοθι στην έλλειψη «αγάπης».  

Μέγα μυστήριο είναι το πώς η «αγάπη» συμπίπτει με την «αλήθεια» και η «αλήθεια» με την αγάπη. Δεν θα το θίξω τώρα (αλλά σε επόμενο σημείωμα) για να μην χάσω τον ειρμό αυτού που θέλω να πω στο παρόν σημείωμα.

5. «Δεν υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας που να συμφωνεί με την δυτική θεολογία», γράφεται επίσης. Εδώ έχω κάποιες παρατηρήσεις. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται περιληπτικός.  Σε ποιους «Πατέρες» αναφερόμαστε; Στους «έλληνες Πατέρες», στους «σύριους Πατέρες» ή στους «λατίνους Πατέρες»; Το λέω διότι η Πατρολογία είναι τριπλή (όχι μονή) και αντιστοιχεί σε τρεις (όχι σε έναν) πνευματικούς, θεολογικούς (και πολιτισμικούς) «κόσμους”, σε κόσμους χριστιανικούς. «Χριστιανικούς» κρινόμενους από την οπτική γωνία της «αποστολικής Παράδοσης» (ΚΔ) που είναι η βάση και το ευρύτατο πλαίσιο κάθε χριστιανικής θεολογίας, της «πολύμορφα πατερικής» θεολογίας συμπεριλαμβανόμενης.

Το λέω επίσης διότι η «πατερική πολυμορφία» όχι απλώς εκπροσωπείται από τις τρεις “βιβλιοθήκες” (και όχι μόνο από τη μια) των τριών Πατρολογιών αλλά για ένα άλλο λόγο. Διότι μέσα στην ίδια Πατρολογία, λ.χ. την ελληνική, στους έλληνες Πατέρες υπάρχει και εκεί (εσωτερική) πολυμορφία. Δεν λένε όλοι το «πράγμα» (αυτό που θέλουν να πουν) με τον ίδιο τρόπο. Έπειτα υπάρχει «ιστορία» της πατερικής σκέψης και στις τρείς οικογένειες, δηλ. εξέλιξη, αντιφάσεις κ.λπ.

6. Η δυτική θεολογία(ή παράδοση;) δομήθηκε με βάση την αποστολική παράδοση και τους λατίνους κυρίως (αλλά όχι μόνο) Πατέρες. Οι τελευταίοι έλεγαν με το δικό τους τρόπο το «πράγμα» διαφορετικά από τον τρόπο (έκφραση, διατύπωση) των ελλήνων Πατέρων καθώς επίσης και από αυτόν των σύριων Πατέρων. Αν λοιπόν με τη φράση «δεν υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας που να συμφωνεί με την δυτική θεολογία» υπονοούνται οι έλληνες εκ των Πατέρων τότε θα ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου: Αν βασιζόμαστε και παίρνουμε σαν κριτήριο, ως ορθόδοξη εκκλησία και θεολογία, ΜΟΝΟ στους έλληνες εκ των Πατέρων τότε είμαστε αποσπασματικοί, δεν είμαστε καθολικοί. Μπορεί ίσως να είμαστε «ορθόδοξοι», αλλά «αποσπασματικά» ορθόδοξοι, όχι “καθολικά” ορθόδοξοι. Και το «αποσπασματικό» ως τέτοιο σημαίνει «αιρετικό» με την ετυμολογική σημασία του όρου (όχι με την εκκλησιαστική, δηλ. με την δογματική σημασία). «Ορθο-δοξία» στην κυριολεξία χωρίς «Καθ'ολικότητα» δεν υπάρχει διότι δεν είναι “ορθο-δοξία”. Είναι «μερο-δοξία» (μέρος, τμήμα) και συγχωρείστε μου τον εκβαρβαρισμό (αλλά το κάνω για να γίνω αντιληπτός) καθότι το "καθ'ολικός" αντιτίθεται στο "αποσπασματικός". Τι είδους "εκκλησιαστική ορθο-δοξία" είναι αυτή όταν λαμβάνει υπόψη της μόνο ένα μέρος της εκκλησιαστική γραμματείας (το ελληνικό) και εξ΄αυτού ένα "μέρος του μέρους" (λ.χ. Γρηγόριο Παλαμά); Μη γελιόμαστε, δεν είναι εκκλησιαστική αυτή η "ορθο-δοξία" αλλά ακραιφνώς ομολογιακή, πολιτισμοκεντρική, ίσως δε και ιδεολογική σε τελική ανάλυση. Δηλ. "ορθο-δοξία" με κέντρο τον βυζαντινό πολιτισμό και όχι τον ίδιο τον Χριστό...

Πέραν αυτού προσωπικά δεν συμφωνώ διόλου ότι δεν υπάρχει κανένας έλληνας Πατέρας που να συμφωνεί με τη Δυτική θεολογία αλλά το αντιπαρέρχομαι διότι δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει εδώ. Η Δυτική θεολογία εξελίχτηκε και μετα-πατερικά (μετα τον 8ο αι.) καθώς και μετα-μεσαιωνικά: έχει δηλ. αδιάκοπη «ιστορία» ως θεολογία (με συνέχειες και ασυνέχειες όπως κάθε πραγματική «ιστορία») μέχρι σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να τη μετρήσει με βάση ΜΟΝΟ την πατερική θεολογία και μάλιστα ΜΟΝΟ με αυτή των ελλήνων εκ των Πατέρων. Αν κάποιοι το κάνουν (και είναι η συντριπτική πλειοψηφία αυτοί) είναι διότι ασυνείδητα ή συνειδητά έχουν προσδώσει status της εκκλησιαστικής «αυθεντίας» (magisterium) στους έλληνες Πατέρες(τους οποίους ο καθένας ερμηνεύει όπως τον βολεύει) για να αναπληρώσουν το κενό της παραδοσιακής εκκλησιαστικής «αυθεντίας» που είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Με αυτό το σημείο έρχομαι στο επόμενο θέμα: το θέμα της «αίρεσης» με την εκκλησιαστική (και όχι με την ετυμολογική) σημασία.

7. Ποιος κρίνει μια θεολογία ως «αιρετική»; Μόνον η υπέρτατη «αυθεντία» στην Εκκλησία και κανείς άλλος. Ούτε εσείς, ούτε εγώ, ούτε οι Πατέρες αλλά οι «συνοδικοί Πατέρες» (αυτό είναι το πρωτογενές νόημα του «Πατέρας», από την Οικουμενική Σύνοδο αντλούν «αυθεντία» (magisterium) οι Πατέρες, όχι αντίστροφα). Για την ορθόδοξη Εκκλησία υπέρτατη «αυθεντία» συνιστούν οι δογματικοί «όροι» των επτά Οικουμενικών Συνόδων και μόνο οι οποίοι όμως είναι κοινά αποδεκτοί από τις τρεις βασικές ομολογιακές εκκλησίες (ορθόδοξη, καθολική, διαμαρτυρόμενη). Από ποιόν από αυτούς τους δογματικούς «όρους» η Δυτική θεολογία (και Εκκλησία) καταδικάστηκε;  Από κανέναν. Γιατί λοιπόν δεν σεβόμαστε την διάκριση  μεταξύ «αίρεσης» και «σχίσματος» (αλλά και «αποξένωσης» όπως θα δούμε); Πως γίνεται και περνάμε απροβλημάτιστα από την «αποξένωση» και το“σχίσμα” στη “αίρεση”;

8. Πριν απαντήσω στο ερώτημα αυτό (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) θα εστιάσω την προσοχή των αναγνωστών σε τρεις διαφορετικούς όρους, σε τρεις διαφορετικές καταστάσεις που αφορούν στην Εκκλησία, πάντοτε ως πλουραλιστική Εκκλησία, δηλ. ως Εκκλησία (αποτελούμενη εξ) Εκκλησιών. Οι όροι είναι “αποξένωση”, “σχίσμα”, “αίρεση”και υποδηλώνουν τρία διαφορετικά πράγματα, τρεις διαφορετικές εκκλησιαστικές καταστάσεις που δεν πρέπει να συγχέουμε. 

Όπως είπαμε πιο πριν αυτό που λέμε «Εκκλησία» ήταν πάντα, ανέκαθεν, από την εποχή των Αποστόλων «Εκκλησίες σε κοινωνία». Η «Εκκλησία» ήταν πάντα μια πλουραλιστική (και όχι μονιστική) πραγματικότητα με κοινωνιακό όμως πλαίσιο.  Γι’ αυτό π.χ. και έχουμε τέσσερα ευαγγέλια προερχόμενα από διαφορετικές «κοινότητες-εκκλησίες» και όχι ένα μόνον. Στους τρείς πρώτους αιώνες τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά κέντρα (Εκκλησίες σε κοινωνία μεταξύ τους) ήταν τρία: Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια.

Με την μετατόπιση του βαρύκεντρου της αυτοκρατορίας στην ανατολή και την πάροδο των αιώνων άρχισε μια σταδιακή αμοιβαία «αποξένωση» μεταξύ των Εκκλησιών ανατολής και δύσης. Η «αποξένωση» αυτή περιελάμβανε και μεγάλες περιόδους εκκλησιαστικής ακοινωνησίας μεταξύ τους οι οποίες θεραπεύοντο στο τέλος από Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι οι εκκλησιαστικές ακοινωνησίες αυτές γίνονταν παροδικές και όχι μόνιμες. Τα σχίσματα ήταν παροδικά αλλά με την πάροδο των αιώνων λάμβαναν χώρα σε πλαίσιο όλο και μεγαλύτερης αμοιβαίας «αποξένωσης». Η αμοιβαία αυτή «αποξένωση», από τον 11ο αι. και μετά έγινε μόνιμη, δηλ. έγινε «σχίσμα». Και παρέμεινε τέτοια παρόλες τις μετέπειτα προσπάθειες που έγιναν για τη θεραπεία του “σχίσματος”, τις μάλλον ατυχείς.

Αλλά το «σχίσμα», το οποίο ισχύει άχρι καιρού μην το ξεχνάμε, αν και συνεπάγεται την «ακοινωνησία» μεταξύ των εκκλησιαστικών κοινωνιών (πράγμα τραγικό), δεν συνεπάγεται απαραίτητα την «αίρεση». Άλλο “ακοινωνησία” άλλο “αίρεση”. Δεν την συνεπάγεται λοιπόν παρεκτός εάν κάποια από τις «Εκκλησίες=Κοινωνίες Εκκλησιών» διδάσκει κάτι αντίθετο προς τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων που αποτελούν την υπέρτατη αυθεντία όπως προανέφερα. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Συνεπώς μεταξύ Ανατολής και Δύσης έχουμε «αποξένωση-σχίσμα» και “ακοινωνησία” (κάτι που είναι αναστρέψιμο). Όχι “αίρεση”.

Παρενθετικά αναφέρω ότι οι κύριοι λόγοι της αμοιβαίας «αποξένωσης» ήταν (1) κυρίως πολιτισμικοί, (2) πολιτικο-οικονομικοί αλλά και (σε μικρότερο βαθμό) (3) πνευματικοί. Έχει χυθεί πολύ μελάνη και έχει γίνει (και γίνεται) τεράστια έρευνα για τους πνευματικούς λόγους που συνετέλεσαν στην «αποξένωση» και οδήγησαν σε μόνιμο «σχίσμα» μεταξύ των Εκκλησιών-Κοινωνιών Ανατολής και Δύσεως. Η προσωπική μου άποψη είναι ο λόγος μιαςδιαφοράς στην θεώρηση της Εκκλησίας σε σχέση με την Πολιτεία και συνεπώς του είδους της «αρχής» της ενότητας-κοινωνίας της Εκκλησίας καθώς και του είδους της «αυθεντίας» στην Εκκλησία. Η Δύση θεωρούσε αυτά τα πράγματα σε «αποστολικό» πλαίσιο και βάση ενώ η Ανατολή σε «αυτοκρατορικό».

Όπως έχω πει και σε άλλο σημείωμα η Ανατολή έβλεπε την Εκκλησία (ως Κοινωνία Εκκλησιών εννοείται) υπό το πρίσμα της Αυτοκρατορίας ως καταρχάς αυτοκρατορική (και στη συνέχεια εθνιστική) Εκκλησία. Έτσι η κοινωνία των Εκκλησιών είχε πολιτικό (αυτοκρατορικό και στη συνέχεια εθνικό) υπόβαθρο και πλαίσιο. Αντίστροφα όμως η Δύση έβλεπε την Εκκλησία (ως Κοινωνία Εκκλησιών εννοείται) όχι υπό το πρίσμα της Αυτοκρατορίας (ως καταρχάς αυτοκρατορική) αλλά υπό το πρίσμα της αποστολικότητας των επί μέρους Εκκλησιών ως καταρχάς Ρωμαϊκή (με αναφορά στον αποστολικό σύλλογο και τον απόστολο Πέτρο, όχι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και τον Αυτοκράτορα). Ήδη από το 5ο αι. (Σύνοδος Χαλκηδόνας, πάπας Λέων ο Μέγας κ.ε.) έχουμε ξεκάθαρη την παρουσία αυτών των δυο όχι απλώς διαφορετικών αλλά αντιστρόφων θεωρήσεων της Εκκλησίας ως Κοινωνίας Εκκλησιών σε σχέση με την Αυτοκρατορία και συνεπώς της ουσίας της “εκκλησιαστικής” κοινωνίας.

9. Έρχομαι τώρα στο προηγούμενο θέμα: πως και για πιο λόγο περνάμε απροβλημάτιστα σήμερα από την «ακοινωνησία» («σχίσμα») στη «αίρεση» (κακοδοξία). Δηλ. πως γίνεται αντί να περιοριζόμαστε στη διαπίστωση μιας τραγικής κατάστασης που ισχύει χίλια χρόνια, και ενδεχομένως να ψάχνουμε τρόπους (από κοινού με τους άλλους) για τη θεραπεία αυτής της κατάστασης, αν μη τι άλλο σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, να κρατάμε την ακριβώς αντίθετη θέση και στάση (πνευματική) και να διακηρύττουμε την «ακοινωνησία-σχίσμα» ως «αίρεση» και κακοδοξία.

Αν όπως υποστήριξα πιο πάνω δεν πρόκειται περί «αίρεσης»αλλά περί παγιωμένης “ακοινωνησίας”, κυρίως λόγω σταδιακής αμοιβαίας «αποξένωσης», τότε γιατί το κάνουμε;  Γιατί φτάνουμε στην καρικατούρα αποκαλώντας τους καθολικούς “παπικούς” ενώ, με την ίδια συμμετρική λογική οι ορθόδοξοι θα έπρεπε να αποκαλούνται “φωτιανοί” (όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος στο φέις). Γιατί;

Δεν θέλω να είμαι σκληρός μπροστά σε μια πνευματική και εκκλησιαστική τραγωδία η οποία δυστυχώς δεν είναι τίποτε άλλο στην ουσία από ένα επιπλέον «πτωτικό σύνδρομο», μια «αδαμιαία στάση». Το κάνουμε για έναν πολύ απλό και ανθρώπινο (πλην αδαμιαίο) λόγο: για την δική μας “ορθοδοξο-αποκλειστικότητα” ή “εκκλησιο-αποκλειστικότητα” (αν όχι και “χριστο-αποκλειστικότη­τα”).

Μην σας κάνει εντύπωση. Όπως έλεγαν και οι ομόδοξοι Ρώσοι στους παρελθόντες αιώνες (ειδικά στην εποχή των Σλαβοφίλων), έναντι της Δύσεως «εμείς έχουμε την Ορθοδοξία». Όταν κανείς -καλώς ή κακώς- αισθάνεται ταλαιπωρημένος και σε κάπως μειονεκτική θέση (διότι έτσι νομίζει, όχι απαραίτητα διότι έτσι είναι) πρέπει να «αναπληρώσει» (compensation) το υποτιθέμενο «έλλειμμα» με κάτι: και αυτό το κάτι είναι μια απολυτοποιημένη και εξιδανικευμένη «Ορθοδοξία», μια «ορθόδοξη ιδεολογία» όπως την ονομάζω. Αυτός πιστεύω είναι ο κύριος λόγος της στάσης που περιέγραψα, πολύ συνηθισμένη στις μέρες μας. Είναι λόγος επαναλαμβάνω κατανοητός ανθρώπινα (έως και συμπαθείς) αλλά δεν παύει να είναι αντιπροσωπευτικά πτωτικός.

10. Όσον αφορά τώρα στην «ιερωσύνη», στο εκκλησιακό «κύκλωμα» και στην «παροχή» της θείας χάριτος στα οποία αναφέρθηκε άλλος αναγνώστης, καταλαβαίνω το εκτεθέν σκεπτικό του αλλά μου θυμίζει την Ε.Υ.Δ.ΑΠ. (υπηρεσία παροχής νερού της Αθήνας).

Τι να πω; Πραγματικά μένω λίγο αμήχανος ή μάλλον θεολογικά και πνευματικά άφωνος. Αν νομίζουμε ότι η «χάρις του Κ.Η.Ι.Χ.» -που είναι η «αγάπη του Θεού και Πατρός» καθόσον ταυτίζεται με την «κοινωνία του αγίου Πνεύματος»- είναι κάτι σαν “υπερφυσικό νερό”, ή ότι άλλο πιο πνευματικό και άυλο από το νερό, κάτι σαν υπερφυσική ακτινοβολία, τότε εγώ δηλώνω άγνοια και αποσύρομαι ως συζητητής. Απλά διότι τότε, ακριβώς στο θέμα της τριαδικής χάριτος του αναστάντος Χριστού, έχουμε άλλη θρησκεία από αυτήν του Παύλου και των Αποστόλων. Και για λόγους εντιμότητας (τουλάχιστον) θα έπρεπε στη Θ. Λειτουργία να σταματήσουμε να λέμε, μαζί με το «καθολική» (για λόγους που προανέφερα)  και το «αποστολική» για τη Εκκλησία (για τούτους τους λόγους). Διότι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα,  στη Λειτουργία (δηλ. ενώπιον του Θεού Πατρός) δεν μπορείς να  «είσαι ό,τι δηλώσεις» (Τσαρούχης ο αείμνηστος).
 


Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Χριστός, οι Εκκλησίες και η Αλήθεια

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών