Ο Χριστός, η Εκκλησία του και η Αλήθεια

Όπως δείχνει ο τίτλος του Σημειώματος οι παράμετροι του προβληματισμού μας είναι τρεις: ο Χριστός, η Εκκλησία και η Αλήθεια. Κανονικά θα έπρεπε να μπορούσαμε να δούμε (1) τη σχέση του Χριστού με την Αλήθεια, (2) τη σχέση του Χριστού με την  Εκκλησία του και τελικά (3) τη σχέση της Εκκλησίας του Χριστού με την Αλήθεια. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε μεγάλη έκταση γραφής και εδώ δεν θα ήθελα να κουράσω περιττά τους αναγνώστες. Γι’ αυτό θα σταθώ μόνον ακροθιγώς σε ορισμένα σημεία αυτής της προβληματικής.

1. Το θέμα ασφαλώς της Αλήθειας –σε χριστιανική θεολογική προοπτική– είναι πολύπλοκο και κυρίως ακανθώδες. Γιατί ακανθώδες; Διότι εμείς οι άνθρωποι, ως πτωτικοί (δηλ. ειδωλολάτρες)  επιθυμούμε με κάθε τρόπο να αισθανθούμε ότι «κατέχουμε» την Αλήθεια αφού προηγουμένως την ειδωλοποιήσουμε, την «πραγμοποιήσουμε». Επιπρόσθετα επιθυμούμε ασυνείδητα να αισθανθούμε ότι την κατέχουμε «εμείς και όχι οι άλλοι».
Αυτό που ισχύει για τους (πτωτικούς) ανθρώπους σε ατομικό επίπεδο ισχύει, ακριβώς το ίδιο, και σε συλλογικό επίπεδο. Για παράδειγμα φέρνω τις συγκροτημένες σε κοινωνικά σύνολα Ιδεολογίες, τις Θρησκείες κ.λπ. Στο μέτρο που ισχύει αυτή η αντίληψη της πραγμοποιημένης και αποκλειστικής κατοχής της αλήθειας οι θρησκείες, και ειδικά οι «μονοθεϊστικές» Θρησκείες , δεν μπορούν παρά να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο βίαιες, η κάθε μια έναντι των άλλων. Το ανάλογο ισχύει και για τις διάφορες Ομολογίες εντός της ίδιας Θρησκείας.
 Η υπόθεση της Αλήθειας, η οδός (ή μάλλον οι οδοί) των Ανθρώπων προς την Αλήθεια γίνεται… κόλαση. Γιατί; Διότι οι άνθρωποι φαντάζονται (κακώς) ότι η Αλήθεια είναι κάτι που μπορείς να «έχεις» ή να «στερείσαι». Αυτό ακριβώς το a priori, η αφετηρία του σκεπτικού,  είναι το λάθος.

2. Η Αλήθεια δεν είναι «κάτι» αλλά «κάποιος», ο Χριστός (για μας τους χριστιανούς εννοείται). Και συνεπώς επειδή δεν είναι «κάτι» αλλά «κάποιος», η Αλήθεια δεν «κατέχεται» (ακόμα δε λιγότερο κατ΄αποκλειστικότητα) αλλά «μετέχεται». Άλλο πράγμα το «κατέχω την Αλήθεια» και άλλο το «μετέχω στην Αλήθεια». Σκεφθείτε αυτή την αβυσσαλέα διαφορά των δυο και θα καταλάβετε για ποιο πράγμα  μιλάμε.
Η Αλήθεια «μετέχεται», όχι πάλι  κατ΄αποκλειστικότητα αλλά «από κοινού» με τους άλλους. Δηλ. μετέχεται «κοινωνιακά», εν κοινωνία με τους άλλους. Και μετέχεται πάντα όχι μόνον «κοινωνιακά» αλλά και «από μέρους», όχι τέλεια. Γιατί η Αλήθεια είναι ο εσχατολογικός και ένδοξος Χριστός με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που έρχεται αδιάκοπα από το μέλλον και μας «επισκέπτεται» κάθε τόσο στην παρούσα ιστορία μας και στις παρούσες Εκκλησίες μας. Ναι ο εσχατολογικός Χριστός, η Αλήθεια, «επισκέπτεται» τις Εκκλησίες μας και δεν «κατέχεται από» τις Εκκλησίες μας. Αυτή είναι βασική πνευματική και εκκλησιολογική πρόταση (αξίωμα) την οποία εύχομαι όλοι να ενστερνιστούμε. Διαφορετικά ειδωλοποιούμε τον Χριστό ως εσχατολογική Αλήθεια. Και αυτός είναι ο τεράστιος πειρασμός των Εκκλησιών στην ιστορία τους στον οποίο πρέπει πάση θυσία να αντιστεκόμαστε.

3. Ας έρθουμε τώρα στην «Εκκλησία». ‘Όπως λέει και η λέξη, «Εκκλησία» στα ελληνικά είναι σύνθετο όνομα αποτελούμενο από το «εκ» και από το «κλήσις» (από το καλέω). «Εκκλησία» είναι μια πραγματικότητα προερχόμενη από μια «κλήση», από ένα «κάλεσμα». Ποιος καλεί, γιατί καλεί και πως καλεί;
(α) Αυτός που καλεί είναι ο Θεός Πατέρας, η αρχή και το τέλος της «κλήσης» μας, της «κλήσης» της «Εκ-κλησίας».
(β) Γιατί καλεί; Για να μετάσχουμε από κοινού (όχι κατ΄ιδίαν) στη ζωή και την ιστορία του σαρκωμένου, του ενανθρωπισμένου Υιού του, του Ιησού-Χριστού,. Έτσι ώστε να γίνουμε ένα «σώμα» με αυτόν, να «ανακεφαλαιωθούμε» σε αυτόν, δηλ. να γίνουμε μια «συγκροτημένη πραγματικότητα» με αυτόν σαν «κεφαλή».
(γ) Πως καλεί; Καλεί πιστεύω με το Πνεύμα του, αυτό με το οποίο έχρισε την ανθρωπότητα του Υιού του, του Χριστού, αυτό με το οποίο τον ανέστησε εκ νεκρών στην ιστορία, αυτό το οποίο κατοικεί στην δοξασμένη ανθρωπότητα του Υιού του Ιησού-Χριστού.
Έτσι η «Εκ-κλησία» είναι όχι απλώς κάτι το δυναμικό και μη στατικό. Είναι πρωταρχικά ένα γεγονός κλήσεως (από τον Πατέρα) και κοινωνίας (εν Πνεύματι) με τον Χριστό. Όχι ένα «κάτι τι», παρόλο που εμφανίζει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της «κοινότητας», παρουσιαζόμενη στα μάτια μας σαν ένα «κάτι τι» μέσα στην ιστορία, σαν πλουραλιστική θρησκειακή κοινότητα.
Η «Εκ-κλησία» είναι λοιπόν πρώτα απ’ όλα -και εν τέλει- δυναμικό γεγονός κλήσεως κοινωνίας του Θεού προς τον άνθρωπο(και αντίστροφα), κοινωνίας «εν Χριστώ» δια Πνεύματος, που θα πει «μυστήριον», «μυστήριον κοινωνίας».
Εκτός από «μυστήριο» η Εκκλησία είναι επίσης «κάτι τι» το εμπειρικό, μια ιστορική κοινότητα με θρησκειακά χαρακτηριστικά που έχει ιστορία. Η διάσταση αυτή της Εκκλησίας, η «ιστορική» (κοινωνία κοινοτήτων), καίτοι δευτερογενής ως προς την «μυστηριακή» (εσχατολογική κλήση), δεν πρέπει να υποτιμάται.  Διότι η κλήση κοινωνίας του Θεού είναι ιστορικά «σαρκωμένη» εν Πνεύματι και δεν είναι απλά «πνευματική» όπως λέμε και εσωτερική κλήση στον καθένα. Στο σημείο αυτό υπάρχει ίσως μια διαφορά έμφασης μεταξύ αφενός καθολικών και ορθοδόξων από τη μία μεριά και αφετέρου διαμαρτυρομένων από την άλλη.
Η Εκκλησία λοιπόν είναι «γεγονός κλήσεως και κοινωνίας» αλλά επίσης «ιστορική κοινωνία κοινοτήτων» που δημιουργούνται από αυτό το γεγονός. Είναι θα λέγαμε απλά «γεγονός κοινωνίας» και «ιστορικέςκοινότητες».

4. Ένας εκ των δυο σημαντικότερων για μένα δασκάλων μου, ο OlivierClément (ο άλλος είναι ο μητροπ.Περγάμου), αγαπούσε να λέει την εξής απλή αλήθεια: ότι ο Χριστός είναι το «παράθυρο» προς τον Πατέρα, και ότι η Εκκλησία είναι το «παράθυρο» προς τον Χριστό. Εννοούσε ότι η «Εκκλησία» οφείλει να είναι το «παράθυρο» ως «Εκκλησία». Γιατί διαφορετικά, αντί να είναι το «παράθυρο», γίνεται «τοίχος» ανάμεσα στον πιστό και τον Χριστό. Και είχε απόλυτη συνείδηση ο μακαριστός φίλος μου ότι η «Εκκλησία» είναι συνήθως«τοίχος», δηλ. ότι είναι «μη-Εκκλησία», «μη-εικόνα»,δηλ.«είδωλο» του Χριστού.
Διότι «παράθυρο προς» σημαίνει στη θεολογική γλώσσα «εικόνα» (όχι «είδωλο» που είναι το αντίστροφο της «εικόνας»). Και ξέρετε γιατί; Διότι ενώ το «είδωλο» συγκεντρώνει μέσα στον εαυτό του το βλέμμα του θεατή (του πιστού), το γεμίζει με την ειδωλική παρουσία του και δεν το αφήνει να διανοιχθεί προς τον Χριστό (έχουμε δηλ. πνευματικό εκκλησιοκεντρισμό και όχι χριστοκεντρισμό), η «εικόνα», αντίστροφα, ελευθερώνει το βλέμμα του θεατή (πιστού) προς αυτό προς το οποίο δείχνει ως «εικόνα» και το διανοίγει προς την μυστηριακή παρουσία του Άλλου, του Χριστού: προς το «αρχέτυπό» της. Διότι η «εικόνα» είναι εξ΄ορισμού «εικόνα του αρχετύπου της» και ποτέ «εικόνα του εαυτού της».
5. Έτσι καταλαβαίνουμε καλύτερα την εικονολογική σχέση του Χριστού προς τον Πατέρα και της Εκκλησίας προς τον Χριστό. Για την Ορθόδοξη και την Καθολική τουλάχιστον οπτική των πραγμάτων η «εικόνα» και η «εικονολογική σχέση» έχει «μυστηριολογικό» χαρακτήρα και «εσχατολογική» προοπτική. Δεν έχει απλά «συμβολικό» χαρακτήρα (ψιλό σύμβολο) καθότι η «εικόνα» ίσταται εννοιολογικά μεταξύ «ψιλού συμβόλου» και «ειδώλου».
Η «εικόνα» είναι «μυστηριακή», είναι «μυστήριο» (Εκκλησία) που δείχνει προς άλλο «μυστήριο» (Χριστός). Η Εκκλησία ως «εικόνα» (και όχι ως «είδωλο») παραπέμπει στον ένδοξο Χριστό και στην εσχατολογική Αλήθειά του που αδιάκοπα έρχεται να μας επισκεφτεί. Για να μας κάνει «αληθινούς», μέσω της από κοινού των Εκκλησιών μετοχής στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός.





Επικοινωνία

Επικοινωνία
konstag@yahoo.gr

Translate

Αναγνώστες

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Χριστός, οι Εκκλησίες και η Αλήθεια

Θ. μετάληψη και κορωνοιός: η σημασία της ευχαριστιολογίας

Προσδοκώ ανάσταση νεκρών